Friday, October 10, 2008

Οι γυναίκες της Σάντας του Πόντου

Είναι δύσκολο να γράψει κανείς για τις γυναίκες της Σάντας και να τις περιγράψει σε όλο τους το μεγαλείο.
Οι Σανταίες δεν ήσαν συνηθισμένες γυναίκες, είχαν αρετές και ιδιαιτερότητες που δεν τις βρίσκουμε στον υπόλοιπο Πόντο.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι παλαιότεροι ιστοριογράφοι του Πόντου, όταν αναφέρονται στην Σάντα κάνουν ιδιαίτερη αναφορά στις γυναίκες της, τονίζοντας την αρετή, την ανδρεία και την εργατικότητά τους.
Αναφέρω λοιπόν σχετικά αποσπάσματα από τα γραφόμενα παλαιοτέρων συγγραφέων και ιστοριογράφων:
Ο Περικλής Τριανταφυλλίδης, στο έργο του «Η εν Πόντω ελληνική φυλή» Αθήναι 1866 σελ. 60, αναφέρει:
«… Η Σουμελά είχε εις εκκλησιαστικήν αυτής δικαιοδοσίαν και το χωρίων Σάντα, τρέφον αρειμανίους ου μόνον τους άνδρας αλλά και τας γυναίκας, οπλοφορούσαν καθ’ όλον το έτος, εν απουσία των ανδρών..»
Ο Σανταίος Φίλιππος Χειμωνίδης, στο έργο του «Ιστορία και στατιστική της Σάντας», Αθήναι 1902, σελ. 141-142, γράφει:
«…Καθ’ όλον το διάστημα της απουσίας των ανδρών αι γυναίκες ως άλλαι Σπαρτιάτιδες είναι οι διευθυνταί των οίκων, αυταί περί αυτού φροντίζουσαι. Η φιλεργία των γυναικών ιδία είναι παραδειγματική…»
Σε άλλο σημείο: «Άλλαι αρεταί κοσμούσαι την Σανταίαν ‘κοδέσποιναν είναι η κοσμιότηες και η αυστηρότηες των ηθών, η πίστις εις την οικογένειαν και η σοβαρότητης…»
Ο Κ. Παπαμιχαλόπουλος, στο έργο του «Περιηγήσις εις τον Πόντο» Αθήνα 1903, σελ. 140-141 γράφει:
«Αι Σανταίαι γυναίκες φημίζονται ως συνεταί, ανδρείαι και εργατικαί. Κατά την απουσία των ανδρών αυταί φροντίζουσι περί πάντων εν τω οίκω και ταις έξω εργασίαις φορούσι δ’ αυταί εν ώρα ανάγκης τα όπλα των ανδρλων προς φύλαξιν της τιμής αυτών και προς υπεράσπισιν και άμυναν της οικογενειακής περιουσίας. Και κατά τα άλλα δε κέκτηναι αι Σανταίαι γυναίκες απάσας τας αρετάς των καλών συζύγων…»
Τέλος, ο Δ.Η. Οικονομίδης, στο έργο του «Ο Πόντος και τα δίκαια του εν αυτώ ελληνισμού», Αθήναι 1920, σελ. 28, μας πληροφορεί:
«…Αι Σανταίαι είναι εύσωμοι και τολμηραί ως οι άνδρες των. Εξησκημέναι εις την χρήσιν των όπλων, οπλοφορούσι και αυταί εν ώρα ανάγκης. Ηνδραγάθησαν πολλάκις αύται και μέγαν έδειξαν ηρωισμόν, ώστε δικαίως δύνανται να θεωρώνται ως άλλαι Αμαζόνες…» […]

Στοιχεία που επέδρασαν στη δημιουργία του χαρακτήρα της
Τρία είναι τα σημαντικότερα στοιχεία που επέδρασαν ώστε να δημιουργήσει η Σανταία έναν ιδιαίτερα ξεχωριστό χαρακτήρα:
1) Ο φυσικός περίγυρος
2) Οι διαρκείς συγκρούσεις των Σανταίων με Τούρκους και άλλα βαρβαρικά φύλα.
3) Ο τρόπος ζωής των Σανταίων.

Φυσικός Περίγυρος
Η Σανταία έζησε σε μια περιοχή με πανέμορφη, παραδεισένια φύση, σε μια περιοχή τριγυρισμένη από βαθυπράσινα ελατόδασα, με βαθιά φαράγγια, όμορφες ρεματιές και άφθονα κρύα νερά.
Όλος αυτός ο μαγευτικός φυσικός περίγυρος, της έδωσε μια διάθεση ρομαντισμού και της χάρισε λεβεντιά, περηφάνια και προπαντός καλή υγεία. Ήσαν όλες ροδομάγουλες, γεμάτες σφρίγος και ζωή, γεροδεμένες, σωστές αντρογυναίκες.
Επειδή η Σάντα ήταν τόπος ορεινός, απροσπέλαστος, απομονωμένος γεωγραφικά, οι Σανταίες δεν δέχτηκαν επιδράσεις ή επιμειξίες από αλλόφυλους γειτονικούς λαούς.

Συγκρούσεις Σανταίων με Τούρκους και αλλόφυλους
Οι Σανταίοι για να μπορέσουν να επιβιώσουν ήσαν αναγκασμένοι να συγκρούονται διαρκώς με Τούρκους και αλλόφυλους.
Υπήρξε ο πολεμικώτερος λαός του Ανατολικού Πόντου. Αγάπησαν με πάθος την ελευθερία και αντιστάθηκαν αιώνες ολόκληρους στους εχθρούς για να κρατήσουν τον ελληνισμό, την ορθοδοξία, την αυτονομία και το απάτητο του τόπου τους.
Στους αγώνες αυτούς οι γυναίκες δεν έμειναν αμέτοχες. Πότε δίπλα στους άνδρες και πότε μόνες τους, αντιμετώπισαν πολλές φορές τους Τούρκους σαν άλλες Σουλιώτισσες!
Από την εφηβική τους ακόμη ηλικία συνήθιζαν στην σκληραγωγία και στην χρήση όπλων. Το μεγαλύτερο διάστημα του χρόνου ζούσαν μόνες, χωρίς την παρουσία των ανδρών που ήσαν υποχρεωμένοι να ξενιτεύονται.
Για τον λόγο αυτό ήσαν αναγκασμένες να γνωρίζουν την χρήση όπλων, ώστε σε περίπτωση ανάγκης να είναι έτοιμες για την υπεράσπιση της οικογένειας και της περιουσίας από ληστρικές συμμορίες Τούρκων που λυμαίνονταν τον τόπο.
Κάτω από τις συνθήκες αυτές ήταν επόμενο να γίνουν ατρόμητες, γενναίες και ηρωικές πολεμίστριες.

Τρόπος ζωής των Σανταίων
Όταν λέμε τρόπος ζωής των Σανταίων εννοούμε κυρίως τον αναγκαστικό ξενιτεμό των ανδρών που σημάδεψε καταλυτικά την ζωή των γυναικών που ήσαν αναγκασμένες να ζουν χωρίς την παρουσία του άνδρα.
Πληγή αγιάτρευτη ο ξενιτεμός, μισός θάνατος, άφησε στην ψυχή της Σανταίας ένα αίσθημα βαθιάς θλίψης και πικρού πόνου, ενώ παράλληλα την έκανε ανθεκτική, καρτερική, με χαλύβδινη ψυχική αντοχή! [...]
Η όμορφη και ‘περήφανη βουνίσια πολιτεία, η αδούλωτη, ηρωική, λεβεντογέννα Σάντα, είχε ένα, αλλά μεγάλο μειονέκτημα:
Δεν μπορούσε να θρέψει τα παιδιά της!
Το έδαφος της άγονο, το κλίμα της ψυχρό, αδύνατη επομένως η καλλιέργεια της γης. Τα ελάχιστα δημητριακά και η κάποια κτηνοτροφία δεν ήσαν αρκετά. Δεν έμενε παρά μόνο ο δρόμος της σκληρής ξενιτιάς. Δρόμος πικρός, οδυνηρός και κάποτε μοιραίος! […]
Από τη στιγμή εκείνη της αναχώρησης άρχιζαν τα βάσανα της Σανταίας γυναίκας. Στο χωριό μένανε μόνο οι γέροι, τα παιδιά και οι γυναίκες. Όλο το βάρος, όπως ήταν φυσικό, έπεφτε στις γυναικείες πλάτες.
Αυτή άντρας, αυτή και γυναίκα. Αυτή πατέρας, μάνα και αδελφή και νύφη και κόρη. Ο στυλοβάτης του σπιτιού!
Φρόντιζε τα παιδιά, τους γέρους, το σπίτι. Περιποιότανε τα ζώα, τους κήπους. Κουβαλούσε ξύλα και χόρτα από το βουνό κι έπαιρνε επάνω της όλη την ευθύνη και το βάρος του σπιτιού. Δούλευαν ακατάπαυστα. Ακόμη και οι έγκυες δούλευαν ως την ώρα της γέννας τους. Χαρακτηριστική ήταν η έκφραση:
Η κοιλία ‘ς σο στόμαν, το σαλάκ ‘ς σην ράχιαν και τ’ ορτάρ ‘ς σα χέρα ‘τ’ς»
(Η κοιλιά στο στόμα, φορτωμένη ξύλα και πλέκει και τη κάλτσα της).

Από το εξαιρετικό βιβλίο της Πόπης Τσακμακίδου – Κωτίδου «Οι γυναίκες της Σάντας του Πόντου» εκδόσεων Αδελφών Κυριακίδη, σελίδες 19-25

Wednesday, May 14, 2008

ΥΠΑΤΙΑ Η ΑΛΕΞΑΝΔΡΙΝΗ

Η Υπατία (370-415 μ.Χ.) υπήρξε νεο-πλατωνική φιλόσοφος και μαθηματικός. Έζησε και δίδαξε στην Αλεξάνδρεια όπου και δολοφονήθηκε.
Κόρη του μαθηματικού και αστρονόμου Θέωνα, έλαβε με τις φροντίδες του πατέρα της την καλύτερη δυνατή εκπαίδευση και ταξίδεψε στην Αθήνα και στην Ιταλία. Στην Αθήνα παρακολούθησε μαθήματα στη νεοπλατωνική σχολή του Πλούταρχου του Νεότερου και της κόρης του Ασκληπιγένειας. Επιστρέφοντας στην Αλεξάνδρεια, έγινε επικεφαλής της εκεί σχολής των Πλατωνιστών (400 μ.Χ.), δίδαξε φιλοσοφία και μαθηματικά και αποτέλεσε πόλο έλξης για τους διανοούμενους της εποχής. Η ίδια επηρεάστηκε φιλοσοφικά από τους νεοπλατωνικούς Πλωτίνο και Ιάμβλιχο.
Για δεκαπέντε αιώνες η Υπατία θεωρείται ότι ήταν η μόνη γυναίκα επιστήμονας στην ιστορία. Ακόμα και σήμερα συχνά είναι η μόνη γυναίκα που αναφέρεται στην ιστορία των μαθηματικών και της αστρονομίας. Ο πατέρας της Υπατίας επέβλεπε από κοντά κάθε πλευρά της εκπαίδευσης της κόρης του. Σύμφωνα με το μύθο, ήταν αποφασισμένος να γίνει η κόρη του ένα 'τέλειο ανθρώπινο ον' - ήταν η εποχή που οι γυναίκες θεωρούνταν κάτι παρακάτω από άνθρωποι! Η Υπατία ήταν πραγματικά μια ξεχωριστή νέα. Ταξίδεψε στην Αθήνα και την Ιταλία και εντυπωσίαζε όσους συναντούσε με την εξυπνάδα και την ομορφιά της. Την εποχή εκείνη υπήρχε διάκριση μεταξύ των νεοπλατωνικών σχολών της Αλεξάνδρειας και της Αθήνας. Όταν επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια έγινε δασκάλα των μαθηματικών και της φιλοσοφίας. Το Μουσείο είχε χάσει την υπεροχή του και η Αλεξάνδρεια τώρα είχε ξεχωριστά σχολεία για παγανιστές, για Εβραίους και για Χριστιανούς. Ωστόσο, η Υπατία δίδασκε σε ανθρώπους κάθε θρησκείας και μετά τον πατέρα της ανέλαβε μια Έδρα Φιλοσοφίας στην πόλη. Σύμφωνα με τον βυζαντινό εγκυκλοπαιδιστή Σουίδα, 'ήταν επίσημα διορισμένη να ερμηνεύει το δόγμα του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη κ.ά.". Πολλοί μαθητές ερχόταν στην Αλεξάνδρεια ειδικά για να παρακολουθήσουν τις διαλέξεις της για τα μαθηματικά, την αστρονομία, τη φιλοσοφία και τη μηχανική. Το σπίτι της έγινε κέντρο διανοουμένων και συγκέντρωνε σχολαστικιστές που συζητήσουν επιστημονικά και φιλοσοφικά ερωτήματα. Ο Elbert Hubbard δίνει ένα φαιδρό πορτραίτο για την Υπατία. Ακολουθώντας τον Ιωάννη το Νίκιο, ένα κόπτη Επίσκοπο που διαστρέβλωνε την ιστορία, ο Hubbard βεβαιώνει ότι η Υπατία υπνώτιζε τους μαθητές της με σατανικές μεθόδους! Άλλοι συγγραφείς την ανέφεραν σαν αλχημίστρια. Το ότι η Υπατία ανακατεύτηκε στα πολιτικά θέματα της Αλεξάνδρειας είναι αδιαμφισβήτητο και αυτό ακριβώς πλήρωσε με την ίδια της τη ζωή! Το 412 ο Κύριλλος, έγινε Πατριάρχης της Αλεξάνδρειας και μεγάλη εχθρότητα αναπτύχθηκε μεταξύ του Κυρίλλου και του Ορέστη, του Ρωμαίου Κυβερνήτη της Αιγύπτου, ενός παλιού μαθητή και καλού φίλου της Υπατίας. Αμέσως μόλις πήρε την εξουσία, ο Κύριλλος άρχισε να διώκει τους εβραίους, διώχνοντας χιλιάδες από αυτούς από την πόλη. Έπειτα, παρά τη σφοδρή αντίθεση του Ορέστη, έστρεψε την προσοχή του στο να καθαρίσει την πόλη από του νεοπλατωνιστές. Αγνοώντας τις εκκλήσεις του Ορέστη, η Υπατία αρνήθηκε να απαρνηθεί τις ιδέες της. Ο Κύριλλος, έβλεπε στην Υπατία μια συνεχή απειλή για τη διάδοση της Χριστιανικής πίστης και τουλάχιστον έμμεσα, ήταν η αιτία του τραγικού της θανάτου. Ο φόνος της Υπατίας περιγράφεται στα γραπτά του χριστιανού ιστορικού του 5ου αιώνα Σωκράτη του Σχολαστικού: "Όλοι οι άνθρωποι την σεβόταν και την θαύμαζαν για την απλή ταπεινοφροσύνη του μυαλού της. Ωστόσο, πολλοί με πείσμα την ζήλευαν και επειδή συχνά συναντούσε και είχε μεγάλη οικειότητα με τον Ορέστη, ο λαός την κατηγόρησε ότι αυτή ήταν η αιτία που ο Επίσκοπος και ο Ορέστης δεν γινόταν φίλοι. Με λίγα λόγια, ορισμένοι πεισματάρηδες και απερίσκεπτοι κοκορόμυαλοι με υποκινητή και αρχηγό τους τον Πέτρο, έναν οπαδό αυτής της Εκκλησίας, παρακολουθούσαν αυτή τη γυναίκα να επιστρέφει σπίτι της γυρνώντας από κάπου. Την κατέβασαν με τη βία από την άμαξά της, την μετέφεραν στην Εκκλησία που ονομαζόταν Caesarium, την γύμνωσαν εντελώς, της έσκισαν το δέρμα και έκοψαν τις σάρκες του σώματός της με κοφτερά κοχύλια μέχρι που ξεψύχησε, διαμέλισαν το σώμα της, έφεραν τα μέλη της σε ένα μέρος που ονομαζόταν Κίναρον και τα έκαψαν." Οι δολοφόνοι της Υπατίας ήταν Παραβολικοί, φανατικοί μοναχοί της Εκκλησίας του Αγ. Κυρίλλου της Ιερουσαλήμ, πιθανώς υποβοηθούμενοι από Νιτριανούς μοναχούς.

Thursday, April 24, 2008

ΕΛΕΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ



Μια μελανή σελίδα στον καλλιτεχνικό χώρο της Ελλάδας, αλλά και κατάμαυρη για το ΚΚΕ είναι η δολοφονία μιας μεγάλης ηθοποιού, της Ελένης Παπαδάκη, που ακόμη και σήμερα δεν τολμούν να προφέρουν το όνομά της τόσο στον Περισσό όσο και στο χώρο του θεάτρου, καθώς στη δολοφονία της έπαιξαν ρόλο και συνάδελφοί της. Τελικά, αν ισχύει (και ισχύει) ότι την ιστορία την γράφουν οι νικητές, υπάρχουν άνθρωποι που καταφέρνουν να τους "εκδικούνται" μέσα από την χαραμάδα του χρόνου, μην αφήνοντας το παιχνίδι "να λήξει". Ίσως γιατί η ιστορία των νικητών είναι μια αφήγηση λέξεων, ενώ σε τέτοιες περιπτώσεις, η ιστορία των νικημένων είναι μια αφήγηση αρωμάτων... Τέτοια ήταν η περίπτωση της Ελένης Παπαδάκη. Ήταν ένα σπάνιο φαινόμενο που κάποιοι μέτριοι νικητές, για να υπάρξουν, του κλέψαν την γλώσσα. Που του κλέψαν την τέχνη και την ζωή. Και πως όχι, αφού έβγαινε στη σκηνή και με δυο ατάκες ακόμη έκλεβε την παράσταση, χτυπώντας ως το μεδούλι τον εφησυχασμό μιας κοινωνίας και τον ναρκισσισμό των καλλιτεχνών. Η φρικώδης δολοφονία της από την ΟΠΛΑ τον Δεκέμβρη του '44, δεν επέτρεπε στην αριστερή συντήρηση κι ευθυνοφοβία να την αντικρίσει ως σύμβολο. Όταν το πτώμα της αναγνωρίστηκε, δυστυχώς γυμνό και κακοποιημένο, έναν μήνα μετά στην ΟΥΛΕΝ, δεν μπορούσε παρά να κραυγάζει μες στη σιωπή του για την "απροσχημάτιστη και παντοδύναμη βία, ηθική και υλική, που ασκεί μια κοινωνία εκδικητική, διεφθαρμένη και υποκριτική, στα άτομα που αρνούνται να αφομοιωθούν μαζί της". Στην κομματική απολογία του για τα πεπραγμένα εκείνου του υστερικού Δεκέμβρη ο τότε ΓΓ του ΚΚΕ, έχοντας και τα πλήρη στοιχεία από διασωθέντες αριστερούς, παραδέχτηκε ότι ο φόνος της Παπαδάκη ήταν φόνος αθώου, ενώ κάποιοι από τους φονιάδες της εκτελέστηκαν από λαϊκό δικαστήριο λίγους μήνες αργότερα.
Η Ελένη Παπαδάκη γεννήθηκε στην Αθήνα στις 4 Νοεμβρίου του 1908. Ανατράφηκε σε ένα περιβάλλον όπου η μάθηση, η πνευματική και ψυχική καλλιέργεια θεωρούταν υποχρέωση του ατόμου προς τον εαυτό του. Ο παππούς της ήταν καθηγητής καλλιτεχνολογίας, αισθητικής και λατινικής φιλολογίας, ο πατέρας της σπουδαγμένος στη Ροβέρτειο Σχολή και η μητέρα της διακρινόταν για τη μουσική της καλλιέργεια, επομένως ήταν φυσικό επακόλουθο να εξοικειωθεί και η Ελένη από πολύ νωρίς με τη μουσική και τη λογοτεχνία. Ιδιαίτερα εξοικειωμένη ήταν από τα παιδικά της χρόνια, με τη γερμανική κουλτούρα και γλώσσα, τα αγγλικά, τα γαλλικά και τα ιταλικά, αλλά και με το πιάνο και το τραγούδι. Η πρώτη της ουσιαστική επαφή με το θέατρο έγινε το 1923, όταν αρρώστησε από πλευρίτιδα και αναγκάστηκε να διακόψει προσωρινά τα μαθήματα πιάνου και τραγουδιού που παρακολουθούσε στο Ελληνικό Ωδείο. Εκείνη την περίοδο, αναζητώντας διέξοδο έκφρασης, παρακολούθησε ως ακροάτρια τις τακτικές μαθητικές παραστάσεις και τα μαθήματα του Νίκου Παπαγεωργίου, διευθυντή της Δραματικής Σχολής του Ελληνικού Ωδείου. Στράφηκε προς το θέατρο και στις 6 Απριλίου 1924 συμμετείχε στην 8η επίδειξη της Δραματικής Σχολής με δυο μονόπρακτα σε διδασκαλία Νίκου Παπαγεωργίου. Την ίδια χρονιά, ο Σπύρος Μελάς αναζητώντας νέο αίμα για να στελεχώσει το θέατρο που επρόκειτο να ιδρύσει, επέλεξε μαθητές από διάφορες σχολές, ανάμεσά τους και την Ελένη Παπαδάκη, η οποία στις 10 Ιανουαρίου 1925 εμφανίστηκε στο έργο "Πειρασμός" του Ξενόπουλου ερμηνεύοντας το ρόλο της Αγγέλας.
Μετά από μια σειρά επιτυχίες, ο Σπύρος Μελάς ανεξαρτητοποιήθηκε από την κηδεμονία των Ωδείων, ιδρύοντας το "Θέατρο Τέχνης". Τότε υπέγραψε η Ελένη Παπαδάκη το πρώτο επαγγελματικό της συμβόλαιο.
Η πραγματική καριέρα της Παπαδάκη ξεκίνησε στις 24 Ιουνίου 1925, όταν εμφανίστηκε στο ρόλο της Προγονής στο έργο του Πιραντέλλο "Έξη πρόσωπα ζητούν συγγραφέα". Αναφερόμενος σε αυτή της την εμφάνιση, ο Αρτέμης Μάτσας σημειώνει: "...Μόλις εμφανίστηκε, γέμισε η σκηνή φως. Σβήσανε όλα τα άλλα πρόσωπα. Η μαγεία απλώθηκε παντού..."
Το όνομα της νέας πρωταγωνίστριας άρχισε να συζητιέται πολύ έντονα στους καλλιτεχνικούς κύκλους της εποχής και πολύ σύντομα πρώτα η Κυβέλη (Νοέμβριος 1925) και στη συνέχεια ο Αιμίλιος Βεάκης (Ιανουάριος 1926) κάλεσαν την Ελένη Παπαδάκη να εμφανιστεί μαζί τους στη σκηνή. Το 1931 έκανε θίασο με τον Μήτσο Μυράτ και τον Περικλή Γαβριηλίδη και ένα χρόνο αργότερα συνεργάστηκε με την Μαρίκα Κοτοπούλη.
Όμως οι προσωπικές εμπάθειες συναδέλφων της -τα ονόματά τους δεν δόθηκαν ΠΟΤΕ στη δημοσιότητα!-που έφτασαν στο σημείο να την κατηγορούν για... δοσίλογη και... συναργάτιδα των Γερμανών και τα συμπλέγματα των κομμουνιστών στέρησαν απο την Ελλάδα μια μεγάλη Ελληνίδα ηθοποιό!

Thursday, April 10, 2008

ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΔΕΛΤΑ





Αυτές τις μέρες συμπληρώνονται 67 χρόνια από την ημέρα που έφυγε από την ζωή, αυτοκτονώντας, στις 27 Απριλίου του 1941, μια ακόμη μεγάλη Ελληνίδα, η Πηνελόπη Δέλτα.

Η μεγάλη Ελληνίδα και συγγραφέας, Πηνελόπη Δέλτα γεννήθηκε το1874 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου κι ήταν το τρίτο παιδί του Εμμανουήλ Μπενάκη και της Βιργινίας Χωρέμη. Είχε δυο μεγαλύτερα αδέλφια, την Αλεξάνδρα και τον Αντώνη, τον γνωστό "Τρελαντώνη" του ομώνυμου βιβλίου της. Μετά τη γέννηση της Πηνελόπης ακολούθησαν άλλα τρία παιδιά, ο Κωνσταντίνος (που πέθανε σε ηλικία 2 χρόνων), ο Αλέξανδρος και η Αργίνη.

Στα 17 της χρόνια, η Πηνελόπη Μπενάκη κάνει την είσοδό της στην κοσμική ζωή της Αλεξάνδρειας. Πίσω από την επιφανειακά ανέμελη αυτή ζωή υπάρχει πάντα η σκέψη των γονιών της για τον γάμο. Γάμος, όμως, που θα είναι αποφασισμένος από αυτούς και που θα εξυπηρετεί την επιχειρηματική δραστηριότητα του πατέρα. Έτσι προκύπτει ο γάμος με τον Στέφανο Δέλτα.

Η οικογένεια Μπενάκη μετακόμισε προσωρινά στην Αθήνα, όπου η Πηνελόπη παντρεύτηκε τον πλούσιο Φαναριώτη έμπορο Στέφανο Δέλτα. Μαζί του απέκτησε τρεις κόρες: τη Σοφία (μετέπειτα Μαυροκορδάτου), τη Βιργινία (μετέπειτα Ζάννα) και την Αλεξάνδρα (μετέπειτα Παπαδοπούλου). Επέστρεψαν στην Αλεξάνδρεια το1905, όπου η Πηνελόπη γνώρισε τον Ίωνα Δραγούμη, τότε υποπρόξενο της Ελλάδας στην Αλεξάνδρεια. Ανάμεσά τους αναπτύσσεται ένας μεγάλος έρωτας, η Πηνελόπη όμως δεν μπορεί να αντιταχθεί στις κοινωνικές επιταγές και την υποχρέωσή της απέναντι στο σύζυγο και τα παιδιά της. Η πλατωνική αυτή σχέση της Πηνελόπης Δέλτα με τον Δραγούμη τελειώνει το 1908, όταν αυτός συνδέεται με τη Μαρίκα Κοτοπούλη.

Η Δέλτα μετακόμισε στη Φρανκφούρτη το 1906 και το πρώτο της μυθιστόρημα, με τίτλο "Για την Πατρίδα", εκδόθηκε το1909. Το 1909 δημοσιεύει και το πρώτο της διήγημα στον «Λαό» της Πόλης, που εκδίδει ο Φωτιάδης. Από την επόμενη χρονιά θα αρχίσει ν' αλληλογραφεί με τον Gustave Schlumberger, τον κορυφαίο βυζαντινολόγο της εποχής της. Λίγο αργότερα θα προκύψει το βυζαντινό μυθιστόρημα, «Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου», καθώς και ένα ημιτελές που δημοσιεύεται πολύ αργότερα, το 1983, «Το γκρέμισμα». Το στρατιωτικό κίνημα στο Γουδί το 1909 την εμπνέει να γράψει το "Παραμύθι χωρίς όνομα" (1911).

Το 1913, η οικογένεια Δέλτα επιστρέφει στην Αλεξάνδρεια και το 1916 εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην Αθήνα, όπου ο πατέρας της Δέλτα, Εμμανουήλ Μπενάκης, είχε εκλεχθεί δήμαρχος. Ανέπτυξαν στενή φιλία με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, τον οποίο και προσκαλούσαν συχνά στην εξοχική τους οικία στην Κηφισιά. Το 1918 πρωτοπηγαίνει στη Μακεδονία σε αποστολή περίθαλψης των προσφύγων.

Το 1925 η Δέλτα εκδίδει τη «Ζωή του Χριστού». Για τη συγγραφή του βιβλίου αυτού έχει μακρές συνομιλίες και αλληλογραφία με τον Χρύσανθο, Μητροπολίτη Τραπεζούντος και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπο Αθηνών. Η δημοσιευμένη αλληλογραφία τους, αλλά και τα διάφορα σημειώματα που βρίσκονται στο Αρχείο της, καθώς και οι παρατηρήσεις στο δακτυλογράφο του κειμένου, πριν αυτό πάρει την τελική του μορφή, είναι χαρακτηριστικό αυτής της συνεργασίας. Η φιλία που συνδέει την Πηνελόπη Δέλτα με τον Μητροπολίτη είναι σημαντική και η ανέκδοτη ακόμη αλληλογραφία των δύο συμπληρώνει σε μεγάλο βαθμό τα όσα γνωρίζουμε για τη σχέση Δέλτα-Ίωνα Δραγούμη.

Την ίδια χρονιά εμφανίζονται τα πρώτα συμπτώματα της πολυομυελίτιδας, αρρώστιας που θα την ταλαιπωρήσει μέχρι το θάνατό της. Το 1929, ξεκίνησε τη συγγραφή της τριλογίας "Ρωμιοπούλες", η οποία τελείωσε το 1939. Το πρώτο βιβλίο, "Το Ξύπνημα", καλύπτει γεγονότα των ετών 1895-1907, η "Λάβρα" καλύπτει τα έτη 1907-1909 και το "Σούρουπο" τα έτη 1914-1920.

Εν τω μεταξύ, εκδόθηκαν άλλα τρία μυθιστορήματά της: ο "Τρελαντώνης" (1932), όπου περιγράφει τις περιπέτειες των παιδικών χρόνων του μικρότερου αδερφού της στην Αλεξάνδρεια, ο "Μάγκας" (1935), η ζωή στην Αλεξάνδρεια με τα μάτια του μικρού σκυλιού της οικογένειας, και τα "Μυστικά του Βάλτου" (1937), όπου η ιστορία εκτυλίσσεται γύρω από τη λίμνη των Γιαννιτσών κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα.

Μετά τον θάνατο των γονιών της, το σπίτι των Δέλτα είναι πάντα ανοιχτό για τον Βενιζέλο, που τους επισκέπτεται συχνά και απροειδοποίητα. Η απόπειρα κατά του Βενιζέλου, στις 6 Ιουνίου 1933, γίνεται κατά την επιστροφή του από γεύμα στο σπίτι των Δέλτα. Η περιγραφή που κάνει η Δέλτα για το γεγονός αποτελεί και ένα συναρπαστικό πολιτικό κείμενο.

Το 1941, ο Φίλιππος Δραγούμης, εμπιστεύεται στη Δέλτα τα ημερολόγια και το αρχείο του αδερφού του, Ίωνα Δραγούμη, στα οποία η Δέλτα πρόσθεσε περίπου 1000 χειρόγραφες σελίδες με σχόλια για το έργο του Δραγούμη. Στις 27 Απριλίου 1941, ημέρα όπου τα γερμανικά στρατεύματα καταλαμβάνουν την Αθήνα, η Πηνελόπη Δέλτα αυτοκτονεί παίρνοντας δηλητήριο. Στην ταφή της, στον κήπο της Κηφισιάς, ιερουργεί μόνος ο παλιός φίλος Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος. Στην ταφόπετρά της χαράχτηκε μόνο η λέξη «Σιωπή».

Απόσπασμα από το Ημερολόγιο της Πηνελόπης Δέλτα:


Είχαμε μιλήσει πολύ για τη Μακεδονία, για τον αγώνα, για τους Βουλγάρους και τους Τούρκους, για τα ήθη και τα έθιμα εκεί. Μα ποιος είχε κόψει το κεφάλι του Παύλου Μελά και γιατί, ακόμα δεν είχα ρωτήσει, από κάποια pudeur, μήπως και ήταν πολύ intime πόνος για κείνον. Ώσπου ένα βράδυ, στο σπίτι μας, μου το διηγήθηκε. Ήταν μετά το γεύμα, στη βεράντα είχαν φάγει εκεί τ' αδέλφια μου και ένα ή δύο φίλοι, η Παρασκευά που ήταν της παρέας, οι Κ.Χ. , και ενόσω ο πρόξενος μιλούσε με την πεθερά μου, και παρακάτω οι άντρες έπαιζαν χαρτιά και η Παρασκευά μισοτραγουδούσε με την εξαδέλφη της, στη βραδινή ζεστασιά του καλοκαιριού, εκείνος είχε καθήσει σε μια παιδική καρέγλα μπροστά μου και μου διηγήθηκε το θάνατο του παλληκαριού. Μιλούσε αργά, χαμηλόφωνα, σαν ν' αναπολούσε για τον εαυτό του το τραγικό αυτό δράμα, με τα χέρια δεμένα γύρω στο γόνατό του, με την σκεπασμένη θαμπή του φωνή, τα μάτια στυλωμένα στο σκοτάδι μπροστά του. Τον άκουα ανατριχιάζοντας, κρεμασμένη στα χείλη του. Και σα σταμάτησε, του είπα: «Στο κονσέρτο είπατε κάτι φρικτό στην εξαδέλφη μου. Θα ήθελα να σας ρωτήσω... αν σας πειράζει πολύ μην το πείτε». Σήκωσε τα μάτια του και είπε: «Σε σας τίποτε δεν με πειράζει να το πω. Τι είπα;». «Του έκοψαν το κεφάλι; Είναι αλήθεια;». «Ναι». «Ποιος το έκοψε; Γιατί;». «Οι σύντροφοί του, για να μην τον αναγνωρίσουν οι Τούρκοι και βεβαιωθούν όσα υποπτεύουνταν, πως ήταν Έλληνας αξιωματικός». «Και το ξέρει η γυναίκα του;». «Το ξέρει». «Τι φρίκη! Τι άγριο!». «Ναι, πολύ άγριο». Εκείνος πρώτα, εκείνη λίγο αργότερα ανακαλύπτουν πως αυτό που τους συνδέει δεν είναι μια απλή φιλική σχέση: Στο ημερολόγιό του έγραφε στην 31 Μαΐου / 3 Ιουνίου για κάποιο όνειρο που τον συγκίνησε, όπου πήγαινε «ψηλά σ' ένα χωριό στην Κρήτη, σε μια γυναίκα που αγαπούσα, και τη γυναίκα αυτήν την έλεγαν...» με τ' όνομά μου. «... Κι εκείνη, κρυφά, περνώντας, μου πήρε το χέρι και μου το φίλησε ζεστά και το έσφιξε, κι εγώ θέλησα να της φιλήσω το χέρι, μα δεν πρόφθασα...». * Η συνάντηση στην Κηφισιά Σηκωθήκαμε από το τραπέζι και κάποιος κάθησε στο πιάνο. Πήγα κι εγώ στο σαλονάκι και κάθησα στον καναπέ, παράμερα. Σε λίγο τον είδα που κοίταζε από το μέρος μου, πήγε παρακάτω στην είσοδο, ήρθε πάλι κοντά στην πόρτα με κλεμμένες ματιές, και τέλος μπήκε στο σαλονάκι, πλησίασε δειλά και κάθησε κοντά μου. Ήταν νευρικός, flurried, συγκινημένος. Άκουα το πιάνο και δε μιλούσα. Μου είπε λίγο δειλά: «Σας πείραξε αυτό που σας είπα στο τραπέζι;». «Τι πράμα;». «Πως είστε κοκέτα». «Μα πώς σας φάνηκε πως είμαι κοκέτα και από τις πιο επικίνδυνες; Κοσμική δεν είμαι, δε δίνω δυο παράδες για την τουαλέτα, και οι άντρες, όσοι γνωρίζω, με αηδιάζουν». «Γι' αυτό είπα η πιο επικίνδυνη». «Δεν καταλαβαίνω... Με λεν "Maman Vertu" και σχολαστική και βαρετή και δεν ξέρω τι άλλο...». «Το λεν από εκδίκηση γιατί δεν μπορούν να πλησιάσουν». «Λοιπόν;». «Για τον πολύ τον κόσμο είστε ίσως και αντιπαθητική, γιατί τον πολύ τον κόσμο τον βαστάτε μακριά, τον αποκρούετε. Είστε όμως φοβερά επικίνδυνη για όποιον σας πλησιάσει... για εκείνους που δουν την ψυχή σας...». «Δεν τη δείχνω σε κανέναν», διέκοψα απότομα, τρομαγμένη πάλι. Μια στιγμή δε μίλησε, και ύστερα είπε: «Είστε επικίνδυνη για όσους σας πλησιάσουν, ακριβώς επειδή είστε τόσο κλειστή για τους πολλούς». «Ανοησίες!», διέκοψα, και του μίλησα για το βιβλίο του, ένα έργο που μου είπε ένα βράδυ, στης αδερφής μου, που κάθουνταν κοντά μου, στο τραπέζι, πως το είχε γράψει, και του το ζήτησα μα αρνήθηκε να μου το δώσει. Του είπα: «Το δουλεύετε ακόμα;». Μου αποκρίθηκε: «Όχι, είναι έτοιμο». «Μου το αρνηθήκατε, τάχα πως είναι τόσο κακογραμμένο ώστε δε διαβάζεται!». «Ναι, για σας. Εγώ το διαβάζω». «Διορθώσετέ το και δώσετέ μου το». «Δεν μπορώ», είπε σιγά. Και πρόσθεσε: «Δεν έχω καιρό». «Τόσο σας απασχολεί το προξενείο;». «Όχι». Λίγην ώρα δε μίλησε. Γυρισμένος από το μέρος μου, με τα μάτια σκυφτά, σώπαινε. Πιο σιγά, με συμπάθεια, νιώθοντας πως κάτι τον πονούσε, ρώτησα: «Τι κάνετε;». Μ' αποκρίθηκε: «Τίποτα... Θέλω να φύγω». «Σας εννοώ», του είπα πάλι. Ξέσπασε ξαφνικά. «Και τι με μέλλει αν μ' εννοείτε, αφού δεν με βοηθείτε να φύγω από δω;». Κοντοστάθηκα. Σάστισα. Τον ρώτησα: «Πώς μπορώ εγώ να σας βοηθήσω;». Είπε απότομα: «Διώξτε με». «Εγώ;». «Ναι. Πριν με νικήσει η Κλεοπάτρα». Νευρικά, συσπασμένος πρόσθεσε: «Μόνο αυτή μπορεί να με κρατήσει εδώ, να με νικήσει, όπως νίκησε δυο δυνατούς Ρωμαίους». Του είπα: «Εσείς έχετε άλλα όνειρα, δεν πρέπει να σας φοβίζει η Κλεοπάτρα». Είπε: «Και μένα μπορεί να με εξουδετερώσει». Το είχε πει χαμηλόφωνα, με σκυφτό κεφάλι. Δεν αποκρίθηκα. Σήκωσε τα μάτια. Είχα καταλάβει. Και το είδε. Αργά έγειρε πίσω το κεφάλι με μιαν ακατάδεκτη κίνηση που του ήταν συνηθισμένη, και από μέσα από τα χαμηλωμένα του ματοτσίνουρα με κοίταζε. Του είπα σιγά: «Όχι, δεν πρέπει η Κλεοπάτρα να σας κρατήσει. Φύγετε, ριχθείτε πάλι στη δουλειά». Είπε: «Δεν μπορώ να εργαστώ. Δε μ' ενδιαφέρει τίποτε». «Ζητήσετε να σας μεταθέσουν στη Μακεδονία». «Ούτε αυτή δεν μ' ενδιαφέρει πια», είπε χαμηλόφωνα. Τον κοίταξα έτσι λιγνό, χλωμό, πεσμένο στον καναπέ κοντά μου, που δονούσε όλος. Και ήμουν κοντά του εγώ, η Κλεοπάτρα, η κοκέτα, η επικίνδυνη για τους λίγους, για κείνον... Και είπε με τη χαμηλή, voilee φωνή του: «Δεν κάνω τίποτε, και δε θέλω πια να φύγω... Και περιμένω κάθε μέρα, πότε να έρθει το βράδυ για να σας δω». Σώπασε, και μείναμε ακίνητοι, κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο. Και μέσα μου κάτι κατακάθιζε, δυνάμωνε, μ' έκανε ατσάλι. Πολύ ήσυχα του είπα: «Κύριε [Δραγούμη], αν νόμιζα πως το να με βλέπετε μπορούσε να σας κάνει να ξεχάσετε τα όνειρά σας είπας, θα σας έκλεια την πόρτα μου». Με το χέρι έκανε μιαν αόριστη κίνηση, που τη βλέπω ακόμα. «Λοιπόν», είπε, «κάνετέ το... Εκεί πηγαίνω».

Friday, March 21, 2008

ΗΡΩΙΚΕΣ ΣΥΖΥΓΟΙ & ΜΗΤΕΡΕΣ

Τριάντα τέσσερα χρόνια μετά την τουρκική εισβολή του 1974, οι σύζυγοι και οι μητέρες των αγνοουμένων δεν σταμάτησαν στιγμή να τους αναζητούν.

Μέρος Ά
Παναγιώτα Παύλου Σολωμή

Η υπόθεση του συζύγου και του γιού της αποτελεί κλασικό παράδειγμα περίπτωσης ατόμων, τα οποία ενώπιον μαρτύρων, συνελήφθησαν από τούρκους στρατιώτες, κρατήθηκαν δήθεν για ανάκριση και έκτοτε αγνοούνται τα ίχνη τους.




Η Παναγιώτα Σολωμή είναι από το χωριό Κώμη Κεπήρ της Αμμοχώστου και ήταν αγρότισσα πριν από την εισβολή. Είχε στη δούλεψή της πολλούς Τουρκοκύπριους και τους φερόταν με τον καλύτερο τρόπο. Ζούσαν καλά, δεν είχαν κανένα πρόβλημα μεταξύ τους και ποτέ δεν φανταζόταν αυτό που θα συνέβαινε, μέχρι που ο τουρκικός στρατός εισέβαλε στην Κύπρο. Τότε οι Τουρκοκύπριοι που πριν δούλευαν στα κτήματα και τις δουλειές της, άλλαξαν στάση.

Στις 15 του Αυγούστου 1974, όταν μπήκαν στο χωριό της οι ορδές του Αττίλα, πήραν τον 42 ετών τότε σύζυγό της Παύλο και τον 17 ετών γιο της με την «υπόσχεση» να τους αφήσουν να γυρίσουν πίσω κοντά της σε τρεις μέρες. Η υπόσχεση ποτέ δεν τηρήθηκε, δεν γύρισαν. Στα χρόνια που πέρασαν, όμως, ούτε στιγμή δεν έπαψε να αγωνίζεται για να βρει τους αγνοούμενούς της - σύνολο 16 άτομα.

Μετά την εισβολή έμεινε εγκλωβισμένη στο χωριό της για δυόμισι χρόνια και έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της για να μάθει για τους δικούς της. «Οι συνθήκες διαβίωσης ήταν πολύ δύσκολες και τα βάσανα που μας έκαναν οι Τούρκοι πολλά», λέει χαρακτηριστικά. Μετά από δυόμισι χρόνια εξαναγκάστηκε από το κατοχικό καθεστώς να φύγει από τον τόπο της και συνεχίζει τις προσπάθειές της να βρει τα ίχνη των δικών της από τις ελεύθερες περιοχές.

Η κ. Σολωμή το 1975 επέδωσε προσωπικά επιστολή στον Τ/Κ ηγέτη Ραούφ Ντενκτάς ζητώντας πληροφόρηση για την τύχη των δικών της, χωρίς όμως να λάβει καμία απάντηση, ενώ με θάρρος στάθηκε μπροστά στον Βάλτερ Σίλμερ και επηρέασε μαζί με μέλη του «Τάματος» την απόφαση της 4ης Διακρατικής, παίρνοντας τις 68.000 υπογραφές για τα αγνοούμενα παιδιά. Ο αγώνας της ήταν συνεχής, επίμονος και ακούραστος. 76 ετών σήμερα, η κ. Σολωμή ζει με τον πόνο και τις αναμνήσεις, χωρίς ακόμα να ξεχνά.

Με μεγάλη θλίψη λέει ότι «το να μην ξέρεις αν οι δικοί σου πέθαναν ή ζουν πονάει περισσότερο από το να ξέρεις ότι είναι νεκροί και είναι θαμμένοι κάπου χριστιανικά». Το μόνο που ζητάει είναι να μάθει με συγκεκριμένες και πειστικές αποδείξεις τι έχει συμβεί στους αγνοούμενούς.

Γράμμα της κ. Σολωμή στο «Προσφυγικό Βήμα»:

«Ονομάζομαι Παναγιώτα Παύλου και είμαι πρόσφυγας από την Κόμη Κεπήρ της επαρχίας Αμμοχώστου.

Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του 1974, η Τουρκία εισέβαλε στην πατρίδα μου. Ως αποτέλεσμα, ο τουρκικός στρατός εξακολουθεί να έχει υπό κατοχή του ένα μεγάλο μέρος της Κύπρου, συμπεριλαμβανομένου του χωριού μου. Διακόσιες χιλιάδες πρόσφυγες, μερικές χιλιάδες νεκροί ή τραυματίες και 1.619 αγνοούμενοι είναι σε γενικές γραμμές ο απολογισμός της εισβολής και κατοχής, που ακόμη συνεχίζει.

Ανάμεσα στους 1.619 αγνοουμένους είναι και ο σύζυγός μου Παύλος Σολωμή (τότε ηλικίας 42 χρόνων) και ο γιος μου Σολωμής Παύλου Σολωμή (τότε ηλικίας 17 χρόνων).

Στις 15 Αυγούστου 1974, γύρω στις 9:30 π.μ., Τούρκοι στρατιώτες μπήκαν μέσα στο σπίτι μας και μας συνέλαβαν. Οδηγηθήκαμε σ' ένα κοντινό τουρκικό χωριό, όπου ένας ανώτερος Τούρκος αξιωματικός μάς ανέκρινε. Στα γυναικόπαιδα επετράπη η επιστροφή στα σπίτια τους, ενώ 14 άνδρες κρατήθηκαν για περαιτέρω ανάκριση. Οι αξιωματικοί του στρατού μάς διαβεβαίωσαν ότι οι άνδρες θα αφήνονταν ελεύθεροι σε 3 μέρες. Κανείς από αυτούς δεν ήταν στρατιώτης ή έλαβε μέρος σε οποιαδήποτε διαμάχη. Οι περισσότεροι ήταν ηλικιωμένοι, που έμειναν πίσω για να προστατέψουν την περιουσία τους και ο μικρότερος ήταν ο γιος μου.

ΑΠΟ ΤΟΤΕ ΔΕΝ ΤΟΥΣ ΞΑΝΑΕΙΔΑ ΟΥΤΕ ΤΟΥΣ ΞΑΝΑΚΟΥΣΑ. ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΑΧΩΡΗΜΕΝΟΙ ΩΣ ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΑ. Οι Τούρκοι αρνούνται να δώσουν οποιαδήποτε πληροφορία για αυτούς.

Το μεγάλο ερώτημα που θέτω είναι: "Πού βρίσκονται;". Ήταν ζωντανοί και σε τουρκικά χέρια όταν τους άφησα. "Τι τους έχει συμβεί;" "Δεν έχω το δικαίωμα να ξέρω;".

Το πρόβλημα των αγνοουμένων είναι ένα διεθνές πρόβλημα, το οποίο πρέπει να λυθεί ανεξαρτήτως των πολιτικών πεποιθήσεων και λύσεων. Ζητώ από τον καθένα σας, σαν υπεύθυνα ανθρώπινα όντα, να βάλετε πρώτα τον εαυτό σας στη θέση μου, για να καταλάβετε τι περνώ τα τελευταία 24 χρόνια και να υψώσετε τη φωνή σας προς τις σεβαστές κυβερνήσεις σας, ζητώντας την άσκηση πιέσεων προς την τουρκική κυβέρνηση, έτσι ώστε να αναγκαστεί να δώσει ικανοποιητικές πληροφορίες για το τι τους έχει συμβεί.

Σας ευχαριστώ
Παναγιώτα Παύλου»

Thursday, March 20, 2008

ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ ΔΑΣΚΑΛΑΚΗ

Η ηρωίδα ήταν κόρη, σύζυγος και μητέρα αγωνιστών. Ο σύζυγός της, Μιχαήλ Δασκαλάκης, ήταν απόγονος του Δασκαλογιάννη. Και οι τρεις γιοι της έπεσαν σε μάχες του 1866.

Πρωταγωνίστησε στην πολιορκία του Αρκαδίου. Οι οπλαρχηγοί που βρίσκονταν στην μονή, προεξάρχοντος του ηγούμενου Γαβριήλ και, όπως λένε μερικοί, με τη σύμφωνη γνώμη της Χαρίκλειας Δασκαλάκη, η οποία συμμετείχε στα συμβούλια, αποφάσισαν να αντιταχθούν στην επίθεση του Μουσταφά Πασά μέχρις εσχάτων.

Την 8η Νοεμβρίου ο Μουσταφάς μετέφερε από το Ρέθυμνο πυροβόλο μεγάλης ολκής, για να καταρρίψει τη σιδερένια πύλη της μονής. Άρχισε ο κανονιοβολισμός.
Η Χαρίκλεια Δασκαλάκη, κλεισμένη σε ένα κελί με το γιο της Κωνσταντίνο και άλλους πολεμιστές, πολεμούσε ακατάβλητη και εμψύχωνε με το θάρρος της τους άλλους. Τρεις φορές έτρεξε και αναστήλωσε τη σημαία του οπλαρχηγού γιου της, την οποία κατέρριπταν ο σφαίρες του εχθρού. Τέλος, την τέταρτη φορά, αφού έσπασε το κοντάρι, δίπλωσε τη σημαία, τη φίλησε και την έκρυψε στην αγκάλη της.

Ενώ η ηρωίδα πυροβολούσε αδιάκοπα τους εχθρούς, ξαφνικά εχθρική σφαίρα πληγώνει το γιό της. «Για τόσο μικρό πράγμα!», του λέει η Χαρίκλεια. Η φωνή της μητέρας δίνει δύναμη και ζωή στο γιο της. Σηκώνεται, παίρνει το όπλο του και αρχίζει πάλι να πυροβολεί. Τα φυσίγγιά τους εξαντλούνται. Η Δασκαλάκη, με απίστευτη ψυχραιμία και θάρρος, ανοίγει την πόρτα του κελιού, τρέχει κάτω από χαλάζι σφαιρών προς το πτώμα Τούρκου στρατιώτη. Παίρνει τα φυσίγγιά του και επανέρχεται.

Από τους 950 πολιορκημένους στη Μονή γύρω στους 100 μόνο σώθηκαν. Η ηρωίδα Δασκαλάκη σώθηκε και επέζησε. Ενώ συνελήφθη μαζί με το γιο της, ο οποίος φονεύθηκε από τους Τούρκους, η Χαρίκλεια κατόρθωσε να διαφύγει. Μετά την επανάσταση εμφανίστηκε στην Αθήνα, έδωσε πολύτιμες πληροφορίες για την πολιορκία του Αρκαδίου και την αυτοθυσία των πολιορκημένων.

Friday, March 7, 2008

Ελένη Φωκά η δασκάλα του Γένους…

Τριάντα χρόνια δίδασκε στην σκλαβωμένη Βόρεια Κύπρο, τριάντα χρόνια βίωνε, αυτή και οι μαθητές της, την νέα Τουρκοκρατία. Επαναλάμβανε συνεχώς τις λέξεις: κακοποίηση, βιασμοί, θάνατος. Το κράτος – εγκληματίας συνεχίζει απαράλλαχτα να χρησιμοποιεί τις ίδιες μεθόδους εξευτελισμού και αφανισμού των λαών, οι οποίοι έχουν την ατυχία να βρεθούν στο δρόμο του. 22.000 Έλληνες ζούσαν στην Καρπασία πριν από την εισβολή. 1000 αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους, όταν τουρκοπατήθηκε η στενόμακρη, αγιασμένη χερσόνησος. Λιγότεροι από 300 απέμειναν σήμερα, γέροι που θέλουν «να αναπαυτούν» στην πατρώα γη.

Έμεινε και η ηρωίδα Δασκάλα με λίγους μαθητές, τους είπαν εγκλωβισμένους. Έκανε μάθημα, ενώ έξω από το σχολείο περπατούσε ο Τούρκος…«ως λέων ωρυόμενος», μοχθηρός και επικίνδυνος. Και έλεγε: «Οι μαθητές μου επιθυμούσαν πολύ την ιστορίαν. Να ακούν για ήρωες, για γεγονότα φιλοπατρίας, αυτοθυσίας, ηρωισμού». Και ακόμη: «Τους άρεσαν πολύ τα θρησκευτικά, τα Συναξάρια των αγίων μας». (Η Δασκάλα έμενε στο σχολείο από το πρωί ως το βράδυ. Όχι γιατί ήταν υποχρεωμένη, αλλά γιατί κάποιοι μαθητές της έπρεπε να αποχωρήσουν κατά την δύση του ήλιου. Ας τα διαβάζουν αυτά κάποιοι χαραμοφάηδες συνδικαλιστές μας, που πιέζουν για μείωση του ωραρίου μας. Πολλοί «συνάδελφοι» περισσότερη ώρα στρέφουν το βλέμμα τους στο ρολόι, παρά στα πρόσωπα των μαθητών τους).

Ιστορία και Θρησκευτικά, «ψυχή και Χριστό», ήθελαν τα σκλαβωμένα «Ελληνάκια» (Ελύτης), και όχι «κείμενα πολυτροπικά, γραπτά και εικονιστικά». Μιλούσαμε σιγανά, αθόρυβα, έλεγε η Δασκάλα του Γένους, γιατί έστηναν αυτί οι Αγαρηνοί, μην τυχόν κι ακουστούν επικίνδυνα πράγματα (Εθνικός Ύμνος, προσευχές, ήρωες). Μα αυτό είναι περιγραφή «Κρυφού Σχολειού»!! Την μακρά περίοδο της Τουρκοκρατίας έτσι διασώθηκε το Γένος, με θρησκευτικά και ιστορία. Τρεφόταν η ψυχή του σκλάβου με την Ορθόδοξη πίστη και τις εθνικές μνήμες, η φωνή των νεκρών ηρώων τον κανοναρχούσε, και άκουσε την «άγια μέρα», το «Χαίρε, ω χαίρε Ελευθεριά». «Δεν μαθαίναμε τίποτε από τον έξω κόσμο ή από την πατρίδα», λέει η Ελένη Φωκά, «ούτε τα βιβλία άφηναν να φτάσουν στα χέρια μας». Έτσι γινόταν και την περίοδο της αιχμαλωσίας. Αν δεν κατασκοτώνονταν κάποιοι πάμφτωχοι και απλοί παπάδες και καλόγεροι, φωτισμένοι από «του Χριστού την πίστη την αγία και της πατρίδος την ελευθερία», ακόμη και σήμερα οι Έλληνες θα ήταν διασκορπισμένοι…Το Γένος έμεινε αδούλωτο εν δουλεία, γιατί διατήρησαν οι ταπεινοί Δάσκαλοι του Γένους αθρυμμάτιστη την εθνική συνέχεια.

«Με το όραμα της απελευθέρωσης, ατσαλωνόταν η υπομονή, η καρτερία και οι αντοχές μας, κάτω από τις αφόρητες συνθήκες στην τουρκική σκλαβιά», μας λέει η Ελένη Φωκά. «Η ζωή που εκάναμε, μας εβοήθησε στην επανάσταση. Διότι ηξεύραμε τα κατατόπια, τους δρόμους και τους ανθρώπους. Εμάθαμε στην πείνα, την λέρα, την κακοπάθεια. Εσυνηθήσαμε να καταφρονούμε τους Τούρκους», έλεγε ο Κολοκοτρώνης, που θα πει ότι έλαβαν συνείδηση της ελευθερίας τους, πριν την αποκτήσουν εξωτερικά. Μόνο σήμερα «εσυνηθίσαμε» να φοβόμαστε-και να επαινούμε- τους Τούρκους, διότι «οι μετριότητες, υπομετριότητες και ανθυπομετριότητες, που συναπαρτίζουν τον ελληνικό πολιτικό και παραπολιτικό κόσμο, δεν έχουν το ανάστημα να αντιμετωπίσουν ιστορικά προβλήματα τέτοιας έκτασης και τέτοιου βάθους» («Θεωρία Πολέμου», Παν. Κονδύλης, εκδ. Θεμέλιο, σελ. 411). Βαφτίζουν την ανανδρία τους σωφροσύνη, διότι, κατά την αρχαία ρήση, «το σώφρον του ανάνδρου πρόσχημα εστί». Γιορτάζουμε σήμερα την Εθνεγερσία και τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, τα δύο «χαίρε». Αντί να φτερουγίζει η καρδιά μας σε τέτοιες επετείους, νιώθουμε, εμείς οι δάσκαλοι κυρίως, που αντιστεκόμαστε στον εξευτελισμό της ιστορίας μας, ντροπή και θυμό. Να είμαστε 50 – 60.000 δάσκαλοι στην Ελλάδα και να μας αναγκάζει μια χούφτα άσχετων ψευτοϊστορικών να διδάσκουμε τις τσαρλατανιές και τις ιδεοληψίες τους…

Η Δασκάλα του Γένους, η Ελένη Φωκά, 30 χρόνια κρατούσε άσβηστη την φλόγα της πατρίδας στο σκλαβωμένο σχολείο της, ζωγραφίζοντας κάθε πρωί στον πίνακα την ελληνική σημαία, για να μην ξεχνούν οι μαθητές της. Τους ιστορούσε τα ηρωικά κατορθώματα των προγόνων και των αγίων μας. Πάνω σ’ αυτά τα «ριζιμιά λιθάρια» πατούσε και αντιστεκόταν. Ό,τι έκανε το Γένος στην περίοδο της Τουρκοκρατίας. Η Κύπρος κάποτε θα απελευθερωθεί, λέει η Ελένη Φωκά. Οι «φρόνιμοι», θα την πουν «τρελή». «Ο κόσμος μάς έλεγε τρελούς, όταν επιάσαμε τα άρματα», έλεγε ο Κολοκοτρώνης. Τέτοιοι «τρελοί» μας απελευθέρωσαν…

Τώρα, ζητά και πάλι να επιστρέψει, στην εργασία της στην κατεχόμενη Αγία Τριάδα η δασκάλα, η οποία καλεί τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να τη βοηθήσει και να κινήσει τους μηχανισμούς των Ηνωμένων Εθνών, ώστε να επιστρέψει στο χωριό, στο σχολείο και στους μαθητές της. Σε σχετική επιστολή της προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, η Ελένη Φωκά τονίζει ότι θέλει να επιστρέψει στην κατεχόμενη Αγία Τριάδα, χωρίς όρους και δεσμεύσεις που απαιτούν οι Τούρκοι κατακτητές. Αξίζει να αναφερθεί ότι η κ. Φωκά ήλθε στις ελεύθερες περιοχές στις 26/5/97, μετά την επιδείνωση της υγείας της και μετά από υπόσχεση του Γλαύκου Κληρίδη ότι θα τη βοηθήσει να επιστρέψει μετά την αποθεράπευσή της. Η δασκάλα είχε προσπαθήσει να επιστρέψει μετά τη θεραπεία της, όμως οι κατοχικές αρχές την παρεμπόδισαν με βάρβαρο τρόπο, αφού την πίεσαν να επιστρέψει με τους δικούς τους όρους. Ταυτόχρονα η κ. Φωκά παρακαλεί την κυβέρνηση να της δώσει εξηγήσεις για τους λόγους που δεν της επιτρέπεται η επιστροφή της, για τη θέση της κυβέρνησης πάνω στο θέμα αυτό και σε ποια διαβήματα προέβη από τις 26/5/97 μέχρι σήμερα για την επιστροφή της.

Friday, February 15, 2008

Πενθεσίλεια


Η Πενθεσίλεια ήταν βασίλισσα των Αμαζόνων, γέννημα θρέμμα στην περιοχή του Πόντου, μέρος όπου άκμαζαν οι Αμαζόνες στην αρχαιότητα. Ήταν κόρη του θεού Άρη και της βασίλισσας των Αμαζόνων Οτρήρης, μυθικής ιδρύτριας του ναού της Εφέσιας Αρτέμιδος. Έζησε σε μία αρκετά ταραγμένη εποχή μιας και λάμβανε χώρα ο Τρωικός πόλεμος και έλαβε μέρος σε αυτόν ως επί κεφαλής της στρατιάς των Αμαζόνων στη μάχη για τη διάσωση της πολιορκούμενης Τροίας.

Η δύναμη και η εξυπνάδα της ήταν τέτοια, ώστε κανένας Αχαιός δεν κατόρθωνε να τη νικήσει στη μάχη. Ο μοναδικός που κατάφερε να την νικήσει και στο τέλος να τη σκοτώσει ήταν ο Αχιλλέας.Η μάχη τους κράτησε ώρα και ο Όμηρος αναφέρει πως αν ο Αχιλλέας δεν ήταν αθάνατος θα τον είχε συνθλίψει όπως και κάθε άλλον αντίπαλο που πολεμούσε. Έχασε τη μάχη όταν δέχθηκε το δόρυ του Αχιλλέα στην καρδιά.

Λίγο πριν ξεψυχήσει η Πενθεσίλεια, ο Αχιλλέας συνειδητοποίησε ότι εκείνη ήταν η μοναδική που μπορούσε να βασιλέψει στο πλευρό του. Εικάζεται πως και η Πενθεσίλεια το συνειδητοποίησε όμως ήταν ήδη πολύ αργά. Ο Αχιλλέας θρήνησε το χαμό της, και την έθαψε με τιμές που αρμόζουν σε μια βασίλισσα Αμαζόνων αλλά και σαν ταίρι ενός μεγάλου βασιλιά.





Friday, February 8, 2008

ΛΕΛΑ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗ


Η ΜΠΟΥΜΠΟΥΛΙΝΑ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ

Μια από τις πολλές ηρωικές μορφές που ανέδειξε η αντίσταση στα χρόνια της Κατοχής ήταν η Λέλα Καραγιάννη. Γεννήθηκε στη Λίμνη Ευβοίας το 1899 και ήταν κόρη του Αθανάσιου Μινόπουλου και της Σοφίας Μπούμπουλη. Παντρεύτηκε τον φαρμακέμπορο Νικόλαο Καραγιάννη στην Αθήνα, με τον οποίο απέκτησε επτά παιδιά.

Από τον Μάιο του 1941, συγκροτεί αντιστασιακή ομάδα και αρχίζει τον αγώνα ενάντια στον κατακτητή. Την απόφασή της ανακοινώνει σητν οικογένειά της, της οποίας και τα μέλη ως ιδρυτές αποτελούν τα πρώτα στελέχη: ο σύζυγός της Νικόλαος και τα παιδία τους Ιωάννα, Ηλέκτρα, Γιώργος, Βύρων, Νέλσων, Νεφέλη και Ελένη. Με κέντρο ένα σπίτι στην οδό Φυλής και το φαρμακείο του άντρα της στην Πατησίων, οργανώνει ολόκληρο δίκτυο απόκρυψης, περίθαλψης και φυγάδευσης στρατιωτών οι οποίοι είχαν ξεφύγει από την αιχμαλωσία. Περιέθαλψε Έλληνες φαντάρους που επέστρεφαν από το μέτωπο και περίπου 140 συμμάχους ενώ νοίκιασε τρία σπίτια στα οποία τους έκρυβε.

Αργότερα, με κέντρο την Μονή του Αγίου Ιερόθεου στα Μέγαρα, συγκροτεί την παράνομη οργάνωση "Μπουμπουλίνα" η οποία έχει χαρακτήρα κατασκοπευτικό και στην οποία συμμετέχουν 140 πατριώτες, άνδρες και γυναίκες.

Με την οργάνωση αυτή καταφέρνει να συλλέγει πληροφορίες με άκρα μυστικότητα από το αρχηγείο των Γερμανών, από το Ναυαρχείο, την μυστική αστυνομία και το Ιταλικό φρουραρχείο. Η Λέλα είχε στήσει ολόκληρο δίκτυο χάρη στη συνεργασία της με το Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής, τον Αρχηγό της Αστυνομίας Άγγελο Έβερτ καθώς και διάφορους αντιφασίστες και αντιναζιστές που υπηρετούσαν μέσα στις υπηρεσίες των στρατευμάτων των κατακτητών, για να της δίνουν πολύτιμες πληροφορίες. Με τη δράση της βυθίστηκαν πολλά πλοία, ανατινάχτηκε το αεροδρόμιο του Τατοϊου και κάηκαν αποθέματα βενζίνης και πυρομαχικών.

Κατορθώνει επίσης να οργανώσει αποδράσεις αιχμαλώτων από το στρατόπεδο Άγγλων αιχμαλώτων της Κοκκινιάς. Για τη φυγάδευσή τους στη Μ. Ανατολή αγοράζει καϊκι, που με καπετάνιο τον Ηλία Χρυσίνη μεταφέρονται οι στρατιώτες στην Αίγυπτο. Από εκεί το καϊκι φέρνει στην Ελλάδα ασυρμάτους και άλλα εφόδια. Σε λίγο καιρό, προστίθενται άλλα δυο καϊκια, με καπετάνιους στο ένα τον Κρητικό Μαμαλάκη και στο άλλο τον Καπετάν Γιαννούλο. Στενοί συνεργάτες της ήταν η Νίκη Χωμενίδου, ο φούρναρης της Κοκκινιάς Παπαβασιλείου, ο υπολοχαγός Κουτρουμπέλης, ο Ηλίας Σκηνίτης.

Στις 23 Οκτωβρίου 1941 συλλαμβάνεται, ύστερα όμως από κράτηση οκτώ μηνών ελευθερώνεται και συνεχίζει τον αγώνα. Το 1944 αναγκάζεται να εισαχθεί στο Νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού και τον Ιούνιου του ίδιου έτους οι Γερμανικές υπηρεσίες έχοντας μάθει για τη δράση της, ετοιμάζονται να τη συλλάβουν. Εκείνη ειδοποιεί τα παιδιά της και όσους συνεργάτες της μπορεί έως τη σύλληψή της στις 11 Ιουλίου του 1944.

Μεταφέρεται στην οδό Μέρλιν όπου και υπόκειται σε πρωτοφανή βασανιστήρια προκειμένου να ομολογήσει, κάτι που δε συμβαίνει ποτέ. Τα χαράματα της 8ης Σεπτεμβρίου 1944, οδηγήθηκε μαζί με εξήντα γενναίους άνδρες και γυναίκες πατριώτες στο Δαφνί, όπου εκτελέστηκε ψάλλοντας τον Εθνικό Ύμνο, εμψυχώνοντας έως την τελευταία στιγμή τους μελλοθανάτους.

Η Ακαδημία Αθηνών της απένειμε τιμής ένεκεν "Χρυσούν Μετάλλιον" ενώ η προτομή της έχει στηθεί στην οδό Στουρνάρα.

Saturday, February 2, 2008

Η Δόμνα Βισβύζη και η οικογένειά της


Στην επανάσταση του 1821, πήραν μέρος πολλοί άνθρωποι, άνθρωποι απλοί και καθημερινοί που μέσα από τις ηρωικές πράξεις τους πέρασαν στην αθανασία. Όλοι; Δυστυχώς όχι. Υπάρχουν μορφές του Ελληνισμού για τις οποίες δεν γνωρίζουμε τίποτα εμείς οι «πρωτευουσιάνοι». Καιρός είναι λοιπόν να μάθουμε μερικά πράγματα για τους ανθρώπους χάρη στους οποίους δεν αναπνέουμε όλοι τον αέρα της τουρκικής σκλαβιάς.

Μία τέτοια μορφή είναι η Δόμνα Βισβύζη με την οικογένειά της. Ο Χατζη-Αντώνης Βισβύζης μυήθηκε στην Φιλική Εταιρία στις 15 Μαρτίου 1821. Γόνος πλούσιας οικογένειας και πλοιοκτήτης, το 1808 παντρεύτηκε την επίσης πλούσια συμπατριώτισσά του Δόμνα και απέκτησαν πέντε παιδιά. Τα έξοδα που έκανε ο Χατζη-Αντώνης όπως λέγεται ήταν για να «χτιστεί το χρυσό παλάτι της Ελευθερίας».

Μια μέρα έφθασε στα ακρογιάλια της Θράκης το φύσημα του ανέμου, που μιλούσε για τον ξεσηκωμό...Λίγες μέρες αργότερα, όπως γράφει ο Σ.Τρικούπης στην ιστορία του, τα χαράματα στις 2 Μαϊου 1821, τέσσερα Ψαριανά πλοία με αρχηγό τον καπετάνιο Γιαννίτση, έπλευσαν στην Αίνο. Εκεί υπήρχε τουρκικό φρούριο, το οποίο άρχισε να βoμβαρδίζει ο Γιαννίτσης. Την νύχτα έκαναν απόβαση και κατάφεραν να πάρουν 24 κανόνια τα οποία στην συνέχεια τα μετέφεραν στα Ψαρά.

Ο καπετάν Βισβύζης μετά από αυτά τα ευχάριστα επαναστατικά γεγονότα, γεμάτoς χαρά, ετoιμάζει την οικογένεια για τον μεγάλο αγώνα. Συγκεντρώνει όλα τα μετρητά, τα εικονίσματα και διάφορα άλλα αντικείμενα αξίας, μπαίνoυν στο πλοίο τους και πηγαίνουν να συναντήσουν τους Ψαριανούς, Άφησε την ιδιαίτερα πατρίδα του, μαζί με το σπίτι του και τα κτήματά του χωρίς δεύτερη κουβέντα.

Το πλοίο του καπετάν Βισβύζη oνoμάζεται "Kαλoμoίρα" και ήταν ένα όμoρφo μπρίκι με 16 κανόνια και 160 άνδρες πλήρωμα.Το πλοίο διέθετε κάτι σπάνιο για την εποχή του, μια μεγάλη αίθουσα (σάλα) που σ' αυτήν θα γίνουν πολλές συζητήσεις και συνεδριάσεις του Αρείου Πάγου. Αρκετές φορές σε αυτά τα συμβούλια, θα μετέχoυν ο Οδυσσέας Ανδρούτσος και ο Νικηταράς.

Σημαντική και καθοριστική ήταν η συμβολή του καπετάν Αντώνη στις μάχες που δόθηκαν στην Στυλίδα και Αγ.Μαρίνα, όπου συμμετείχαν οι Οδυσσέας Ανδρούτσος, Νικηταράς, Δυοβουνιώτης, Ζαφειρόπουλος, Κοντογιάννης, Σκαλτσάς και Πανουργιάς.

Όμως όλα τα καλά δεν διαρκούν για πάντα. Κατά την διάρκεια της μάχης ο γενναίος Βισβύζης έπεσε νεκρός. Μυστηριώδης έμεινε ο θάνατός του. Κάποιοι λένε ότι προήλθε από συμφόρηση, ενώ άλλοι υποστηρίζουν ότι δολοφονήθηκε κατά την ώρα της μαχης.

Και τότε θα περίμενε κανείς γράφει ο αείμνηστος Αδαμάντιος Ταμβακίδης ,η γυναίκα του να αποσύρει το τολμηρό μπρίκι για να πάει να κλάψει το νεκρό καπετάνιο του ,αλλά, αν και ο καπετάνιος απέθανε, το καράβι δεν έμεινε ακυβέρνητο.» Τούτη την κρίσιμη στιγμή η τολμηρή Θρακιώτισσα, γνήσια Ελληνίδα, πετιέται δίπλα από τον νεκρό. Στέκεται ορθή στο τιμόνι, «Καλομοίρας» παίρνει στα χέρια της την τύχη του καραβιού και των ναυτών, γιατί βλέπει πως δεν έχει καιρό να χάνει κλαίοντας τον άνδρα της. Διατάσσει αμέσως να μεταφέρουν το νεκρό σώμα του στο αμπάρι για να τον κλάψουν τα παιδιά του και αυτή με τον υπαρχηγό του πλοίου Καπετάν Σταυρή συνεχίζει τον αγώνα έως την άλλη μέρα.

Και όταν η μάχη κόπασε τότε αποσύρεται στη Λιβάδα της Εύβοιας να κλάψει, να ενταφιάσει τον άνδρα της στην Εκκλησία των Αγίων Αναργύρων, τον ήρωα από την Αίνο, που μένει ακόμη σκλάβα καρτερώντας ίσως τα άδηλα γυρίσματα των καιρών.

Τρία χρόνια η Δόμνα Βισβύζη διέσχιζε περήφανα τα Ελληνικά Πελάγη εξακολουθεί να αγωνίζεται αψηφώντας τους κινδύνους και ξοδεύει όλη την περιουσία της για τον αγώνα, για τη λευτεριά. Οι ηρωισμοί της, εφάμιλλοι της Μπουμπουλίνας και της Μαντούς Μαυρογένους, της Τζαβέλαινας και άλλων ηρωίδων μοναδικής, σπάνιας γενναιότητας την πέρασαν στην σφαίρα της αθανασίας.Η ίδια ήταν και είναι καύχημα και σέμνωμα των Ελληνίδων της μαρτυρικής Θράκης τις οποίες εκπροσωπούσε.

Φύση προνομιούχα σε αρετή και τόλμη και συγκρατημένη σε προσωπικότητα, επιβλητική, προκαλούσε το θαυμασμό και ενέπνεε συγχρόνως το σεβασμό και την εμπιστοσύνη όχι μόνο στους ναύτες και στους απλούς στρατιώτες αλλά και στους αρχηγούς τους. Δίκαια την υμνεί η λαϊκή μούσα της Θράκης με τα δημοτικά τραγούδια που μιλούν για τη χάρη της.

Thursday, January 24, 2008

ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΗΠΕΙΡΩΤΙΣΣΕΣ, ΞΑΦΝΙΑΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ...

...ΕΧΘΡΕ ΓΙΑΤΙ ΔΕ ΡΩΤΗΣΕΣ ΠΟΙΟΝ ΠΑΣ ΝΑ ΚΑΤΑΚΤΗΣΕΙΣ;

Μια από τις χρυσές σελίδες της Ιστορίας μας αποτελεί η Ηπειρώτισσα Γυναίκα. Η αυθόρμητη προσφορά, η αυτοθυσία και το μεγαλείο της ψυχής των γυναικών της Ηπείρου, "έγραψαν" μαζί με τους ηρωικούς στρατιώτες μας, το έπος του '40.




Οι γυναίκες αυτές έδωσαν το δικό τους παρών στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο στην Πίνδο κουβαλώντας όπλα, πολεμοφόδια και τρόφιμα στους φαντάρους μας αλλά και μεταφέροντας τραυματίες, κάτω από ιδιαίτερα αντίξοες συνθήκες, μέσα από χαράδρες, γκρεμούς και σκαρφαλώνοντας σε υψόμετρο 2.000 και 2.500 μέτρων.

Οι υπηρεσίες που προσέφεραν πολύτιμες και πρέπει όλοι μας να νιώθουμε υπερηφάνεια για την παρουσία και τον αγώνα τους.


Εθαυμάσθησαν οι γυναίκες αυτές.

Όταν φύγαμε από τη Λάρισα για να πάμε στην Κοζάνη, στο Σαραντάπορο εκεί πέρα οι δρόμοι τότε ήτανε καλντερίμια και χωματόδρομοι, θυμάμαι εκεί επάνω πριν από τα Σέρβια ότι ήταν γυναίκες οι οποίες την δεύτερη ημέρα ακριβώς προς την τρίτη φτιάχνανε τον δρόμο, δηλαδή ρίχνανε πέτρες μες στις λάσπες. Από τότε, από την ίδια μέρα και βέβαια εν συνεχεία στην Ήπειρο εθαυμάσθησαν οι γυναίκες αυτές. Εθαυμάσθησαν πολύ γιατί μετέφεραν εκεί που δεν μπορούσε ούτε μουλάρι. Βάζανε στην πλάτη, μαθημένες αυτές, αυτές κουβαλούσαν νερό και ξύλα. Πήγαιναν στο ρουμάνι μια ώρες δυο, φορτωνόταν τα ξύλα στην πλάτη και τα μετέφεραν στα σπίτια τους μέσα στα χιόνια. Εκάνανε βέβαια μια προμήθεια από το καλοκαίρι για τον χειμώνα, κάνανε για ένα μήνα, από κει και ύστερα. Πηγαίνανε πλέον μέσα στα χιόνια...
(Προφορική μαρτυρία Τάκη Τράντα, στο: Χατζηπατέρα-Φαφαλιού, Μαρτυρίες 1940-1941, Αθήνα, Κέδρος, 1982, σ. 103.)


Γυναίκες που κουβαλούσαν πυρομαχικά.

7 Νοεμβρίου 1940. Σήμερα σκοτώθηκαν δύο παιδιά του 33ου Συντάγματος και αυτό μάνιασε περισσότερο τους στρατιώτες. Φωνάζαν εμπρός για τη Ρώμη. Ο θάνατος αυτός αντί να μας δειλιάσει μας έδωσε περισσότερα φτερά για να κυνηγήσουμε τους Ιταλούς. Συνάντησα γυναίκες που κουβαλούσαν πυρομαχικά. Μία ήτο 88 ετών. Μία μου είπε κλείδωσε το μικρό σε μια καλύβα για να βοηθήσει τον στρατό. Το βράδυ είδα μια γριούλα να κρατά δυο μικρά και η μητέρα τους ζύμωνε ψωμί για τον στρατό με το φως δυο κεριών που είχε μέσα σ' ένα ποτήρι. Τα χιόνια, ο πάγος, το τρομερό κρύο, δεν φαίνονταν να τις τρόμαζε. Όλες γεμάτες χαρά ήθελαν να προσφέρουν στο στρατό ό,τι δεν μπορούσαν τα μεταγωγικά. Αλήθεια γυναίκες θαύμα. Τι διαφορά με τις πόλεις!
(Από το Ημερολόγιο Πολέμου του Αργύρη Μπαλατσού, στο: Χατζηπατέρα-Φαφαλιού, Μαρτυρίες 1940-1941, Αθήνα, Κέδρος, 1982, σ. 103)




Ζωντανό τείχος.

Οι νικηταί της Πίνδου προχωρούσαν. Καθώς έφτασαν στον ποταμό Βογιούσα κι είδαν οι ατρόμητες γυναίκες της Πίνδου πως το απότομο ρέμα εμπόδιζε τους σκαπανείς στη δουλειά τους, έκαναν αυθόρμητα κάτι, που ξανάγινε ύστερα στον Καλαμά και στο Δρίνο: μπήκαν οι ίδιες μέσα στα νερά και, πιασμένες σφικτά από τους ώμους, σχημάτισαν πρόσχωμα, που ανάκοβε την ορμή του ποταμού και ευκόλυνε τους γεφυροποιούς!
(Τάκης Ε. Παπαγιαννόπουλος, στο: Χατζηπατέρα-Φαφαλιού, Μαρτυρίες 1940-1941, Αθήνα, Κέδρος, 1982, σ. 104)

Wednesday, January 23, 2008

ΣΟΥΛΙΩΤΙΣΣΕΣ

















Οι σχέσεις των φύλων στο περήφανο και αδούλωτο Σούλι θύμιζαν τη θέση της γυναίκας στην αρχαία Σπάρτη. Οι άντρες σέβονταν τις γυναίκες τους και συχνά ζητούσαν τη γνώμη τους, ιδιαίτερα σε κρίσιμες περιστάσεις. Οι σεβαστότερες απ΄ αυτές αναλάμβαναν το ρόλο του διαιτητή σε διαμάχες μεταξύ των ανδρών. Αντίθετα, ουδέποτε άνδρες ανακατεύονταν σε γυναικείους καβγάδες.

Μερικές καπετάνισσες έπαιρναν μέρος στα στρατιωτικά συμβούλια, όπου οι γνώμες τους υπολογίζονταν όσο και των καπεταναίων. Στο σπίτι, τέλος, οι γυναίκες ήταν οι αδιαμφισβήτητες αφέντρες.

Οι Σουλιώτισσες, πέρα από το νοικοκυριό, έπαιρναν όλες μέρος στις πολεμικές επιχειρήσεις, όπου ο ρόλος τους ήταν, σε πρώτη φάση, εφεδρικός και βοηθητικός Όταν όμως οι περιστάσεις το απαιτούσαν, οι γυναικείες εφεδρείες ρίχνονταν στη μάχη, άλλοτε κατρακυλώντας βράχους πάνω στον εχθρό, άλλοτε περιβρέχοντάς τον με καυτά βόλια, άλλοτε ορμώντας μπροστά με το σπαθί στο χέρι.
















Ο «Χορός του Ζαλόγγου» (παραμονές Χριστουγέννων 1803) αποτελεί αιώνιο σύμβολο για τη γυναίκα που προτιμά το θάνατο από την ατίμωση και τη δυστυχία. Τη γυναίκα-ηρωίδα που «της Ελευθερίας ο έρως» τη σπρώχνει να θυσιάσει τον εαυτό της και τα παιδιά της, να αποχαιρετήσει παντοτινά «τη γλυκιά ζωή» και τη «δύστυχη πατρίδα». «Στη στεριά δε ζει το ψάρι ούτ’ ανθός στην αμμουδιά / κ’ οι Σουλιώτισσες δε ζούνε μέσ’ τη μαύρη τη σκλαβιά». Η πρώτη σέρνει το χορό, φτάνοντας στο χείλος του γκρεμού, πηδάει και χάνεται στα βάθη του. Την ακολουθούν με τον ίδιο τρόπο, πάντα τραγουδώντας και χορεύοντας, η δεύτερη, η τρίτη, η τέταρτη… Γύρω ακούγεται το μουγκρητό του ανέμου, που στροβιλίζει το χιόνι κι ανακατεύεται με το τραγούδι…

Την ίδια χρονική στιγμή(Δεκ. 1803), η Δέσπω Σέχου-Μπότση, σύζυγος του Γιωργάκη Μπότση, κυνηγημένη από τους Τουρκαλβανούς, μετά τη συνθηκολόγηση του Αλή Πασά με τους Σουλιώτες, οχυρώθηκε με τις κόρες, τις νύφες και τα εγγόνια της στον πύργο του Δημουλά στη Ρηνιάσα και ύστερα από σθεναρή αντίσταση ανατίναξε τον πύργο, για να μην παραδοθούν στον εχθρό.

Από τις Σουλιώτισσες ξεχώρισαν άλλες δυο, οι οποίες υπήρξαν οι διασημότερες από τις άλλες, καταφέρνοντας να περάσουν τα ονόματά τους στο δημοτικό τραγούδι κι από εκεί στη σφαίρα του θρύλου. Η Μόσχω Τζαβέλα, σύζυγος του Λάμπρου, κατέχει τον τίτλο της «γυναίκας του Σουλίου». Ήταν η πρώτη και μεγαλύτερη ηρωίδα του Σουλίου. Με βαριά καρδιά έδωσε στο χέρι του αιμοβόρου Αλή Πασά τον πρωτότοκο γιο της Φώτο, για θυσία, και έβαλε πάνω από τον ίδιο της το γιο την αγάπη της για την πατρίδα. «Το παιδί μου είναι παιδί του Σουλίου και σα γλιτώσει το Σούλι γλιτώνει και το παιδί μου»,είπε χαρακτηριστικά στον πασά.

Μια άλλη γυναίκα φυσιογνωμία που ξεχώρισε ήταν η Χάιδω Γιαννάκη Σέχου. Το όνομά της είχε πρωτακουστεί στον πόλεμο του 1792, όπου ο ηρωισμός της , μας πληροφορούν ξένοι διπλωμάτες την εποχή εκείνη στην κατεχόμενη Ελλάδα, προκαλούσε το σεβασμό και το θαυμασμό των συμπατριωτών της. Πρώτη έτρεχε στη μάχη, συχνά δίπλα στους άντρες, συχνότερα μπροστά απ’ αυτούς. Η ηρωίδα αυτή άγγιξε το απόγειο της δόξας της στη δραματική τριετία 1800-1803, οπότε «καμιά γυναίκα δεν αναδείχθηκε όσο η Χάιδω», βεβαιώνει ο Γερμανός Μπαρτόλντι.

Η περηφάνια που ένιωθαν οι Σουλιώτες και οι Σουλιώτισσες για τη Χάιδω φαίνεται στο παρακάτω δημοτικό τραγούδι, το οποίο την εξισώνει με τους κορυφαίους άνδρες αγωνιστές:


Πηγή : http://gym-ag-myron.ira.sch.gr/kethi/gymvar2a.htm

Friday, January 18, 2008

ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ



Κόρη του εγκατεστημένου στην Τεργέστη έλληνα μεγαλέμπορου Νικόλαου Μαυρογένους, γεννήθηκε το 1796. Μεγαλώνει στο άνετο αστικό περιβάλλον του πατρικού σπιτιού, που την εξοπλίζει με ξεχωριστή μόρφωση και την επηρεάζει με τις ιδέες του διαφωτισμού. Η μορφωσή της, ο εκρηκτικός χαρακτήρας της και η φλόγα για την ελευθερία της Ελλάδας την ανέδειξαν σε μια ξεχωριστή μορφή της επανάστασης.

Μόλις άρχισε ο αγώνας πήγε στη Μύκονο όπου εξόπλισε με δικά της χρήματα δύο πλοία, με τα οποία καταδίωξε η ίδια τους πειρατές που σάρωναν εκείνη την εποχή τη θαλάσσια περιοχή της Μυκόνου. Αργότερα δημιούργησε στόλο από έξι πλοία και συγκρότησε σώμα πεζικού που αποτελούνταν από 16 λόχους των πενήντα ανδρών και πήρε μέρος στην επιχείρηση της Καρύστου καθώς και στις μάχες του Πηλίου, της Φθιώτιδας και της Λειβαδιάς. Επέστρεψε κατόπιν στη Μύκονο και ασχολήθηκε με τη τροφοδοσία του ναυτικού αγώνα και τη συγγραφή των απομνημονευμάτων της.

Γνωρίζοντας τη γαλλική γλώσσα ήταν η συντάκτρια της συγκινητικής έκκλησης προς τις γυναίκες της Γαλλίας, ζητώντας τη συμπαράστασή τους στον αγώνα και τα δεινά των Ελλήνων.

Οταν έληξε η επανάσταση εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο. Της απονεμήθηκε από τον Καποδίστρια ο βαθμός της αντιστρατήγου. Το 1840 εγκαταστάθηκε στην Πάρο.
Στην απελευθερωμένη Ελλάδα, οι πολιτικές ίντριγκες του Κωλλέτη έχουν σαν στόχο και τη Μαντώ. Aποσύρεται απογοητευμένη στην Πάρο το 1840, όπου πέθανε το 1848, φτωχή και λησμονημένη, έχοντας διαθέσει όλη της την περιουσία στον αγώνα της Ελλάδας για απελευθέρωση.

Η Μαντώ Μαυρογένους είχε στην κατοχή της από οικογενειακή κληρονομιά ένα πολύτιμο σπαθί. Λένε πως το σπαθί αυτό ήταν απ'τα χρόνια του Κωνσταντίνου του Μεγάλου. ΄Αλλοι λένε πάλι πως η Μεγάλη Αικατερίνη το είχε χαρίσει στον πατέρα της Μαντώς. ΄Ηταν "Χρυσοποίκιλτον και Αδαμαντοκόλλητον". Είχε χαραγμένη την επιγραφή "Δίκασον Κύριε τους αδικούντας με, τους πολεμούντας με, βασίλευε των Βασιλευόντων".

Σαν κατέβηκε στην Ελλάδα ο Καποδίστριας, η Μαντώ του χάρισε το "πατροπαράδοτον μου και πολυτιμότατον δια την αρχαιοτητά του σπαθίον", όπως γράφει και η ίδια. Ο Κυβερνήτης την ευχαρίστησε για το ιστορικό αυτό δώρο, "σπάθην οπλίσασαν την χεριά γενναίου τίνος προμάχου του Σταυρού".

Στον τιμητικό αποχαιρετιστήριο χορό, που δώσανε στο σπίτι του Αλεξάνδρου Κοντοσταύλου στην Αίγινα, για χάρη του στρατάρχη Μαιζών που θα έφευγε από την Ελλάδα, ο Καποδίστριας πρόσφερε το ιστορικό αυτό σπαθί στον Μαιζών, "ως τεκμήριον της προς αυτό ευγνωμοσύνης του ΄Εθνους".

Friday, January 11, 2008

ΛΑΣΚΑΡΙΝΑ ΜΠΟΥΜΠΟΥΛΙΝΑ




Η Καπετάνισσα Μπουμπουλίνα ξέφευγε από τα γυναικεία πρότυπα της εποχής της. Μεγαλωμένη στη θάλασσα, από νωρίς εκδήλωσε την αγάπη της για τα πλοία και τα ταξίδια. Η μυθιστορηματική ζωή της, από τη γέννηση της ακόμη, ήταν γεμάτη περιπέτειες που σφυρηλάτησαν το χαρακτήρα της, ένα χαρακτήρα ανεξάρτητο, δυναμικό, αγωνιστικό. Καπετάνισσα, λοιπόν, όχι μόνο στα πλοία, αλλά και στην ίδια της τη ζωή. Γεννήθηκε ορφανή από πατέρα, έμεινε δύο φορές χήρα και με μεγάλη περιουσία την οποία διαχειρίστηκε με πολλή ευστροφία και κατάφερε να την αυξήσει. Γεύτηκε συχνά το φθόνο των συμπατριωτών της και γι’ αυτό αντιμετώπισε πολλές δυσκολίες, τις οποίες πάντα ξεπερνούσε.

Σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες προφορικές μαρτυρίες, το 1819 στην Κωνσταντινούπολη μυήθηκε στη Φιλική Εταιρία. Μετά την έκρηξη της Επανάστασης από τους πρώτους συμμετείχε ενεργά, προσφέροντας χρήματα και πολεμοφόδια και διαθέτοντας τα πλοία της στην υπηρεσία του Αγώνα. Η μεγαλύτερη απώλεια ήταν ο θάνατος του πρωτότοκου γιου της (από τον πρώτο της γάμο) Γιάννου Γιάννουζα, στα τέλη Απριλίου του 1821,σε μια συμπλοκή με τους Τούρκους έξω από το Άργος. Η Μπουμπουλίνα έλαβε μέρος με το πλοίο της «Αγαμέμνων» στην πολιορκία του Ναυπλίου και μετά την απελευθέρωσή του εγκαταστάθηκε εκεί σε οίκημα που της παραχώρησε η επαναστατική κυβέρνηση.

«Από της εμφανίσεώς της εις τον Αργολικόν, επί ιδίου πλοίου δια την πολιορκίαν του Ναυπλίου, και έπειτα εις το Αργος» γράφει ο Διονύσιος Κόκκινος, «η φυσιογνωμία της Μπουμπουλίνας καθίσταται η αμαζόνιος διακόσμησις του πολεμικού πίνακος του 1821. Η δόξα της, που έφτασε μέχρι της εκπλήκτου δια την δράσιν της Ευρώπης, οφείλεται εις πραγματικάς πολεμικάς πράξεις.»

Το Σεπτέμβριο του 1821 βρέθηκε στο στρατόπεδο του Κολοκοτρώνη στην Τρίπολη και μπήκε από τους πρώτους στην πόλη. Και με την παρέμβασή της μάλιστα σώζει το χαρέμι!

Ο πρωταγωνιστικός της ρόλος δεν την άφησε αμέτοχη στις εμφύλιες διαμάχες, κατά τις οποίες υποστήριξε τους στρατιωτικούς και το Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, με τον οποίο είχε συγγενέψει, μετά το γάμο της κόρης της Ελένης Μπούμπουλη με τον Πάνο Κολοκοτρώνη.

Η φιλοπατρία υπερισχύει όλων των άλλων συναισθημάτων της, δηλαδή της πικρίας της από τις έριδες των πολιτικών και την έκβαση του αγώνα. Και ενώ κάνει πάλι προετοιμασίες, για να λάβει μέρος στο αγώνα εναντίον του Ιμπραήμ, έρχεται το αναπάντεχο τέλος της. Η ηλιοκαμένη κόρη της θάλασσας πέφτει νεκρή από σπετσιώτικο βόλι, στις 22 Μαΐου 1825,στο σπίτι του πρώτου της άνδρα, του Γιάννουζα. Αιτία; Μια λογομαχία της με άτομα από την οικογένεια της Κούτση Ευγενίας, αγαπημένης του γιου της Μπουμπουλίνας. Άδοξο και τραγικό λοιπόν το τέλος αυτής της γυναίκας που μέσα της ξεχείλιζε, πιο ισχυρή από όλα τα άλλα, η αγάπη της για την πατρίδα.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΑΣ

Η Ελληνική Ιστορία είναι γεμάτη απο ηρωϊκές γυναίκες, που στάθηκαν ισάξια στο πλευρό των ανδρών, όταν χρειάστηκε... Ελληνίδες που έμειναν στην Ιστορία για να μας θυμίζουν πως η Λευτεριά πάντα κερδίζεται με αγώνα και αίμα...