Thursday, January 24, 2008

ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΗΠΕΙΡΩΤΙΣΣΕΣ, ΞΑΦΝΙΑΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ...

...ΕΧΘΡΕ ΓΙΑΤΙ ΔΕ ΡΩΤΗΣΕΣ ΠΟΙΟΝ ΠΑΣ ΝΑ ΚΑΤΑΚΤΗΣΕΙΣ;

Μια από τις χρυσές σελίδες της Ιστορίας μας αποτελεί η Ηπειρώτισσα Γυναίκα. Η αυθόρμητη προσφορά, η αυτοθυσία και το μεγαλείο της ψυχής των γυναικών της Ηπείρου, "έγραψαν" μαζί με τους ηρωικούς στρατιώτες μας, το έπος του '40.




Οι γυναίκες αυτές έδωσαν το δικό τους παρών στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο στην Πίνδο κουβαλώντας όπλα, πολεμοφόδια και τρόφιμα στους φαντάρους μας αλλά και μεταφέροντας τραυματίες, κάτω από ιδιαίτερα αντίξοες συνθήκες, μέσα από χαράδρες, γκρεμούς και σκαρφαλώνοντας σε υψόμετρο 2.000 και 2.500 μέτρων.

Οι υπηρεσίες που προσέφεραν πολύτιμες και πρέπει όλοι μας να νιώθουμε υπερηφάνεια για την παρουσία και τον αγώνα τους.


Εθαυμάσθησαν οι γυναίκες αυτές.

Όταν φύγαμε από τη Λάρισα για να πάμε στην Κοζάνη, στο Σαραντάπορο εκεί πέρα οι δρόμοι τότε ήτανε καλντερίμια και χωματόδρομοι, θυμάμαι εκεί επάνω πριν από τα Σέρβια ότι ήταν γυναίκες οι οποίες την δεύτερη ημέρα ακριβώς προς την τρίτη φτιάχνανε τον δρόμο, δηλαδή ρίχνανε πέτρες μες στις λάσπες. Από τότε, από την ίδια μέρα και βέβαια εν συνεχεία στην Ήπειρο εθαυμάσθησαν οι γυναίκες αυτές. Εθαυμάσθησαν πολύ γιατί μετέφεραν εκεί που δεν μπορούσε ούτε μουλάρι. Βάζανε στην πλάτη, μαθημένες αυτές, αυτές κουβαλούσαν νερό και ξύλα. Πήγαιναν στο ρουμάνι μια ώρες δυο, φορτωνόταν τα ξύλα στην πλάτη και τα μετέφεραν στα σπίτια τους μέσα στα χιόνια. Εκάνανε βέβαια μια προμήθεια από το καλοκαίρι για τον χειμώνα, κάνανε για ένα μήνα, από κει και ύστερα. Πηγαίνανε πλέον μέσα στα χιόνια...
(Προφορική μαρτυρία Τάκη Τράντα, στο: Χατζηπατέρα-Φαφαλιού, Μαρτυρίες 1940-1941, Αθήνα, Κέδρος, 1982, σ. 103.)


Γυναίκες που κουβαλούσαν πυρομαχικά.

7 Νοεμβρίου 1940. Σήμερα σκοτώθηκαν δύο παιδιά του 33ου Συντάγματος και αυτό μάνιασε περισσότερο τους στρατιώτες. Φωνάζαν εμπρός για τη Ρώμη. Ο θάνατος αυτός αντί να μας δειλιάσει μας έδωσε περισσότερα φτερά για να κυνηγήσουμε τους Ιταλούς. Συνάντησα γυναίκες που κουβαλούσαν πυρομαχικά. Μία ήτο 88 ετών. Μία μου είπε κλείδωσε το μικρό σε μια καλύβα για να βοηθήσει τον στρατό. Το βράδυ είδα μια γριούλα να κρατά δυο μικρά και η μητέρα τους ζύμωνε ψωμί για τον στρατό με το φως δυο κεριών που είχε μέσα σ' ένα ποτήρι. Τα χιόνια, ο πάγος, το τρομερό κρύο, δεν φαίνονταν να τις τρόμαζε. Όλες γεμάτες χαρά ήθελαν να προσφέρουν στο στρατό ό,τι δεν μπορούσαν τα μεταγωγικά. Αλήθεια γυναίκες θαύμα. Τι διαφορά με τις πόλεις!
(Από το Ημερολόγιο Πολέμου του Αργύρη Μπαλατσού, στο: Χατζηπατέρα-Φαφαλιού, Μαρτυρίες 1940-1941, Αθήνα, Κέδρος, 1982, σ. 103)




Ζωντανό τείχος.

Οι νικηταί της Πίνδου προχωρούσαν. Καθώς έφτασαν στον ποταμό Βογιούσα κι είδαν οι ατρόμητες γυναίκες της Πίνδου πως το απότομο ρέμα εμπόδιζε τους σκαπανείς στη δουλειά τους, έκαναν αυθόρμητα κάτι, που ξανάγινε ύστερα στον Καλαμά και στο Δρίνο: μπήκαν οι ίδιες μέσα στα νερά και, πιασμένες σφικτά από τους ώμους, σχημάτισαν πρόσχωμα, που ανάκοβε την ορμή του ποταμού και ευκόλυνε τους γεφυροποιούς!
(Τάκης Ε. Παπαγιαννόπουλος, στο: Χατζηπατέρα-Φαφαλιού, Μαρτυρίες 1940-1941, Αθήνα, Κέδρος, 1982, σ. 104)

Wednesday, January 23, 2008

ΣΟΥΛΙΩΤΙΣΣΕΣ

















Οι σχέσεις των φύλων στο περήφανο και αδούλωτο Σούλι θύμιζαν τη θέση της γυναίκας στην αρχαία Σπάρτη. Οι άντρες σέβονταν τις γυναίκες τους και συχνά ζητούσαν τη γνώμη τους, ιδιαίτερα σε κρίσιμες περιστάσεις. Οι σεβαστότερες απ΄ αυτές αναλάμβαναν το ρόλο του διαιτητή σε διαμάχες μεταξύ των ανδρών. Αντίθετα, ουδέποτε άνδρες ανακατεύονταν σε γυναικείους καβγάδες.

Μερικές καπετάνισσες έπαιρναν μέρος στα στρατιωτικά συμβούλια, όπου οι γνώμες τους υπολογίζονταν όσο και των καπεταναίων. Στο σπίτι, τέλος, οι γυναίκες ήταν οι αδιαμφισβήτητες αφέντρες.

Οι Σουλιώτισσες, πέρα από το νοικοκυριό, έπαιρναν όλες μέρος στις πολεμικές επιχειρήσεις, όπου ο ρόλος τους ήταν, σε πρώτη φάση, εφεδρικός και βοηθητικός Όταν όμως οι περιστάσεις το απαιτούσαν, οι γυναικείες εφεδρείες ρίχνονταν στη μάχη, άλλοτε κατρακυλώντας βράχους πάνω στον εχθρό, άλλοτε περιβρέχοντάς τον με καυτά βόλια, άλλοτε ορμώντας μπροστά με το σπαθί στο χέρι.
















Ο «Χορός του Ζαλόγγου» (παραμονές Χριστουγέννων 1803) αποτελεί αιώνιο σύμβολο για τη γυναίκα που προτιμά το θάνατο από την ατίμωση και τη δυστυχία. Τη γυναίκα-ηρωίδα που «της Ελευθερίας ο έρως» τη σπρώχνει να θυσιάσει τον εαυτό της και τα παιδιά της, να αποχαιρετήσει παντοτινά «τη γλυκιά ζωή» και τη «δύστυχη πατρίδα». «Στη στεριά δε ζει το ψάρι ούτ’ ανθός στην αμμουδιά / κ’ οι Σουλιώτισσες δε ζούνε μέσ’ τη μαύρη τη σκλαβιά». Η πρώτη σέρνει το χορό, φτάνοντας στο χείλος του γκρεμού, πηδάει και χάνεται στα βάθη του. Την ακολουθούν με τον ίδιο τρόπο, πάντα τραγουδώντας και χορεύοντας, η δεύτερη, η τρίτη, η τέταρτη… Γύρω ακούγεται το μουγκρητό του ανέμου, που στροβιλίζει το χιόνι κι ανακατεύεται με το τραγούδι…

Την ίδια χρονική στιγμή(Δεκ. 1803), η Δέσπω Σέχου-Μπότση, σύζυγος του Γιωργάκη Μπότση, κυνηγημένη από τους Τουρκαλβανούς, μετά τη συνθηκολόγηση του Αλή Πασά με τους Σουλιώτες, οχυρώθηκε με τις κόρες, τις νύφες και τα εγγόνια της στον πύργο του Δημουλά στη Ρηνιάσα και ύστερα από σθεναρή αντίσταση ανατίναξε τον πύργο, για να μην παραδοθούν στον εχθρό.

Από τις Σουλιώτισσες ξεχώρισαν άλλες δυο, οι οποίες υπήρξαν οι διασημότερες από τις άλλες, καταφέρνοντας να περάσουν τα ονόματά τους στο δημοτικό τραγούδι κι από εκεί στη σφαίρα του θρύλου. Η Μόσχω Τζαβέλα, σύζυγος του Λάμπρου, κατέχει τον τίτλο της «γυναίκας του Σουλίου». Ήταν η πρώτη και μεγαλύτερη ηρωίδα του Σουλίου. Με βαριά καρδιά έδωσε στο χέρι του αιμοβόρου Αλή Πασά τον πρωτότοκο γιο της Φώτο, για θυσία, και έβαλε πάνω από τον ίδιο της το γιο την αγάπη της για την πατρίδα. «Το παιδί μου είναι παιδί του Σουλίου και σα γλιτώσει το Σούλι γλιτώνει και το παιδί μου»,είπε χαρακτηριστικά στον πασά.

Μια άλλη γυναίκα φυσιογνωμία που ξεχώρισε ήταν η Χάιδω Γιαννάκη Σέχου. Το όνομά της είχε πρωτακουστεί στον πόλεμο του 1792, όπου ο ηρωισμός της , μας πληροφορούν ξένοι διπλωμάτες την εποχή εκείνη στην κατεχόμενη Ελλάδα, προκαλούσε το σεβασμό και το θαυμασμό των συμπατριωτών της. Πρώτη έτρεχε στη μάχη, συχνά δίπλα στους άντρες, συχνότερα μπροστά απ’ αυτούς. Η ηρωίδα αυτή άγγιξε το απόγειο της δόξας της στη δραματική τριετία 1800-1803, οπότε «καμιά γυναίκα δεν αναδείχθηκε όσο η Χάιδω», βεβαιώνει ο Γερμανός Μπαρτόλντι.

Η περηφάνια που ένιωθαν οι Σουλιώτες και οι Σουλιώτισσες για τη Χάιδω φαίνεται στο παρακάτω δημοτικό τραγούδι, το οποίο την εξισώνει με τους κορυφαίους άνδρες αγωνιστές:


Πηγή : http://gym-ag-myron.ira.sch.gr/kethi/gymvar2a.htm

Friday, January 18, 2008

ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ



Κόρη του εγκατεστημένου στην Τεργέστη έλληνα μεγαλέμπορου Νικόλαου Μαυρογένους, γεννήθηκε το 1796. Μεγαλώνει στο άνετο αστικό περιβάλλον του πατρικού σπιτιού, που την εξοπλίζει με ξεχωριστή μόρφωση και την επηρεάζει με τις ιδέες του διαφωτισμού. Η μορφωσή της, ο εκρηκτικός χαρακτήρας της και η φλόγα για την ελευθερία της Ελλάδας την ανέδειξαν σε μια ξεχωριστή μορφή της επανάστασης.

Μόλις άρχισε ο αγώνας πήγε στη Μύκονο όπου εξόπλισε με δικά της χρήματα δύο πλοία, με τα οποία καταδίωξε η ίδια τους πειρατές που σάρωναν εκείνη την εποχή τη θαλάσσια περιοχή της Μυκόνου. Αργότερα δημιούργησε στόλο από έξι πλοία και συγκρότησε σώμα πεζικού που αποτελούνταν από 16 λόχους των πενήντα ανδρών και πήρε μέρος στην επιχείρηση της Καρύστου καθώς και στις μάχες του Πηλίου, της Φθιώτιδας και της Λειβαδιάς. Επέστρεψε κατόπιν στη Μύκονο και ασχολήθηκε με τη τροφοδοσία του ναυτικού αγώνα και τη συγγραφή των απομνημονευμάτων της.

Γνωρίζοντας τη γαλλική γλώσσα ήταν η συντάκτρια της συγκινητικής έκκλησης προς τις γυναίκες της Γαλλίας, ζητώντας τη συμπαράστασή τους στον αγώνα και τα δεινά των Ελλήνων.

Οταν έληξε η επανάσταση εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο. Της απονεμήθηκε από τον Καποδίστρια ο βαθμός της αντιστρατήγου. Το 1840 εγκαταστάθηκε στην Πάρο.
Στην απελευθερωμένη Ελλάδα, οι πολιτικές ίντριγκες του Κωλλέτη έχουν σαν στόχο και τη Μαντώ. Aποσύρεται απογοητευμένη στην Πάρο το 1840, όπου πέθανε το 1848, φτωχή και λησμονημένη, έχοντας διαθέσει όλη της την περιουσία στον αγώνα της Ελλάδας για απελευθέρωση.

Η Μαντώ Μαυρογένους είχε στην κατοχή της από οικογενειακή κληρονομιά ένα πολύτιμο σπαθί. Λένε πως το σπαθί αυτό ήταν απ'τα χρόνια του Κωνσταντίνου του Μεγάλου. ΄Αλλοι λένε πάλι πως η Μεγάλη Αικατερίνη το είχε χαρίσει στον πατέρα της Μαντώς. ΄Ηταν "Χρυσοποίκιλτον και Αδαμαντοκόλλητον". Είχε χαραγμένη την επιγραφή "Δίκασον Κύριε τους αδικούντας με, τους πολεμούντας με, βασίλευε των Βασιλευόντων".

Σαν κατέβηκε στην Ελλάδα ο Καποδίστριας, η Μαντώ του χάρισε το "πατροπαράδοτον μου και πολυτιμότατον δια την αρχαιοτητά του σπαθίον", όπως γράφει και η ίδια. Ο Κυβερνήτης την ευχαρίστησε για το ιστορικό αυτό δώρο, "σπάθην οπλίσασαν την χεριά γενναίου τίνος προμάχου του Σταυρού".

Στον τιμητικό αποχαιρετιστήριο χορό, που δώσανε στο σπίτι του Αλεξάνδρου Κοντοσταύλου στην Αίγινα, για χάρη του στρατάρχη Μαιζών που θα έφευγε από την Ελλάδα, ο Καποδίστριας πρόσφερε το ιστορικό αυτό σπαθί στον Μαιζών, "ως τεκμήριον της προς αυτό ευγνωμοσύνης του ΄Εθνους".

Friday, January 11, 2008

ΛΑΣΚΑΡΙΝΑ ΜΠΟΥΜΠΟΥΛΙΝΑ




Η Καπετάνισσα Μπουμπουλίνα ξέφευγε από τα γυναικεία πρότυπα της εποχής της. Μεγαλωμένη στη θάλασσα, από νωρίς εκδήλωσε την αγάπη της για τα πλοία και τα ταξίδια. Η μυθιστορηματική ζωή της, από τη γέννηση της ακόμη, ήταν γεμάτη περιπέτειες που σφυρηλάτησαν το χαρακτήρα της, ένα χαρακτήρα ανεξάρτητο, δυναμικό, αγωνιστικό. Καπετάνισσα, λοιπόν, όχι μόνο στα πλοία, αλλά και στην ίδια της τη ζωή. Γεννήθηκε ορφανή από πατέρα, έμεινε δύο φορές χήρα και με μεγάλη περιουσία την οποία διαχειρίστηκε με πολλή ευστροφία και κατάφερε να την αυξήσει. Γεύτηκε συχνά το φθόνο των συμπατριωτών της και γι’ αυτό αντιμετώπισε πολλές δυσκολίες, τις οποίες πάντα ξεπερνούσε.

Σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες προφορικές μαρτυρίες, το 1819 στην Κωνσταντινούπολη μυήθηκε στη Φιλική Εταιρία. Μετά την έκρηξη της Επανάστασης από τους πρώτους συμμετείχε ενεργά, προσφέροντας χρήματα και πολεμοφόδια και διαθέτοντας τα πλοία της στην υπηρεσία του Αγώνα. Η μεγαλύτερη απώλεια ήταν ο θάνατος του πρωτότοκου γιου της (από τον πρώτο της γάμο) Γιάννου Γιάννουζα, στα τέλη Απριλίου του 1821,σε μια συμπλοκή με τους Τούρκους έξω από το Άργος. Η Μπουμπουλίνα έλαβε μέρος με το πλοίο της «Αγαμέμνων» στην πολιορκία του Ναυπλίου και μετά την απελευθέρωσή του εγκαταστάθηκε εκεί σε οίκημα που της παραχώρησε η επαναστατική κυβέρνηση.

«Από της εμφανίσεώς της εις τον Αργολικόν, επί ιδίου πλοίου δια την πολιορκίαν του Ναυπλίου, και έπειτα εις το Αργος» γράφει ο Διονύσιος Κόκκινος, «η φυσιογνωμία της Μπουμπουλίνας καθίσταται η αμαζόνιος διακόσμησις του πολεμικού πίνακος του 1821. Η δόξα της, που έφτασε μέχρι της εκπλήκτου δια την δράσιν της Ευρώπης, οφείλεται εις πραγματικάς πολεμικάς πράξεις.»

Το Σεπτέμβριο του 1821 βρέθηκε στο στρατόπεδο του Κολοκοτρώνη στην Τρίπολη και μπήκε από τους πρώτους στην πόλη. Και με την παρέμβασή της μάλιστα σώζει το χαρέμι!

Ο πρωταγωνιστικός της ρόλος δεν την άφησε αμέτοχη στις εμφύλιες διαμάχες, κατά τις οποίες υποστήριξε τους στρατιωτικούς και το Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, με τον οποίο είχε συγγενέψει, μετά το γάμο της κόρης της Ελένης Μπούμπουλη με τον Πάνο Κολοκοτρώνη.

Η φιλοπατρία υπερισχύει όλων των άλλων συναισθημάτων της, δηλαδή της πικρίας της από τις έριδες των πολιτικών και την έκβαση του αγώνα. Και ενώ κάνει πάλι προετοιμασίες, για να λάβει μέρος στο αγώνα εναντίον του Ιμπραήμ, έρχεται το αναπάντεχο τέλος της. Η ηλιοκαμένη κόρη της θάλασσας πέφτει νεκρή από σπετσιώτικο βόλι, στις 22 Μαΐου 1825,στο σπίτι του πρώτου της άνδρα, του Γιάννουζα. Αιτία; Μια λογομαχία της με άτομα από την οικογένεια της Κούτση Ευγενίας, αγαπημένης του γιου της Μπουμπουλίνας. Άδοξο και τραγικό λοιπόν το τέλος αυτής της γυναίκας που μέσα της ξεχείλιζε, πιο ισχυρή από όλα τα άλλα, η αγάπη της για την πατρίδα.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΑΣ

Η Ελληνική Ιστορία είναι γεμάτη απο ηρωϊκές γυναίκες, που στάθηκαν ισάξια στο πλευρό των ανδρών, όταν χρειάστηκε... Ελληνίδες που έμειναν στην Ιστορία για να μας θυμίζουν πως η Λευτεριά πάντα κερδίζεται με αγώνα και αίμα...