Friday, March 21, 2008

ΗΡΩΙΚΕΣ ΣΥΖΥΓΟΙ & ΜΗΤΕΡΕΣ

Τριάντα τέσσερα χρόνια μετά την τουρκική εισβολή του 1974, οι σύζυγοι και οι μητέρες των αγνοουμένων δεν σταμάτησαν στιγμή να τους αναζητούν.

Μέρος Ά
Παναγιώτα Παύλου Σολωμή

Η υπόθεση του συζύγου και του γιού της αποτελεί κλασικό παράδειγμα περίπτωσης ατόμων, τα οποία ενώπιον μαρτύρων, συνελήφθησαν από τούρκους στρατιώτες, κρατήθηκαν δήθεν για ανάκριση και έκτοτε αγνοούνται τα ίχνη τους.




Η Παναγιώτα Σολωμή είναι από το χωριό Κώμη Κεπήρ της Αμμοχώστου και ήταν αγρότισσα πριν από την εισβολή. Είχε στη δούλεψή της πολλούς Τουρκοκύπριους και τους φερόταν με τον καλύτερο τρόπο. Ζούσαν καλά, δεν είχαν κανένα πρόβλημα μεταξύ τους και ποτέ δεν φανταζόταν αυτό που θα συνέβαινε, μέχρι που ο τουρκικός στρατός εισέβαλε στην Κύπρο. Τότε οι Τουρκοκύπριοι που πριν δούλευαν στα κτήματα και τις δουλειές της, άλλαξαν στάση.

Στις 15 του Αυγούστου 1974, όταν μπήκαν στο χωριό της οι ορδές του Αττίλα, πήραν τον 42 ετών τότε σύζυγό της Παύλο και τον 17 ετών γιο της με την «υπόσχεση» να τους αφήσουν να γυρίσουν πίσω κοντά της σε τρεις μέρες. Η υπόσχεση ποτέ δεν τηρήθηκε, δεν γύρισαν. Στα χρόνια που πέρασαν, όμως, ούτε στιγμή δεν έπαψε να αγωνίζεται για να βρει τους αγνοούμενούς της - σύνολο 16 άτομα.

Μετά την εισβολή έμεινε εγκλωβισμένη στο χωριό της για δυόμισι χρόνια και έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της για να μάθει για τους δικούς της. «Οι συνθήκες διαβίωσης ήταν πολύ δύσκολες και τα βάσανα που μας έκαναν οι Τούρκοι πολλά», λέει χαρακτηριστικά. Μετά από δυόμισι χρόνια εξαναγκάστηκε από το κατοχικό καθεστώς να φύγει από τον τόπο της και συνεχίζει τις προσπάθειές της να βρει τα ίχνη των δικών της από τις ελεύθερες περιοχές.

Η κ. Σολωμή το 1975 επέδωσε προσωπικά επιστολή στον Τ/Κ ηγέτη Ραούφ Ντενκτάς ζητώντας πληροφόρηση για την τύχη των δικών της, χωρίς όμως να λάβει καμία απάντηση, ενώ με θάρρος στάθηκε μπροστά στον Βάλτερ Σίλμερ και επηρέασε μαζί με μέλη του «Τάματος» την απόφαση της 4ης Διακρατικής, παίρνοντας τις 68.000 υπογραφές για τα αγνοούμενα παιδιά. Ο αγώνας της ήταν συνεχής, επίμονος και ακούραστος. 76 ετών σήμερα, η κ. Σολωμή ζει με τον πόνο και τις αναμνήσεις, χωρίς ακόμα να ξεχνά.

Με μεγάλη θλίψη λέει ότι «το να μην ξέρεις αν οι δικοί σου πέθαναν ή ζουν πονάει περισσότερο από το να ξέρεις ότι είναι νεκροί και είναι θαμμένοι κάπου χριστιανικά». Το μόνο που ζητάει είναι να μάθει με συγκεκριμένες και πειστικές αποδείξεις τι έχει συμβεί στους αγνοούμενούς.

Γράμμα της κ. Σολωμή στο «Προσφυγικό Βήμα»:

«Ονομάζομαι Παναγιώτα Παύλου και είμαι πρόσφυγας από την Κόμη Κεπήρ της επαρχίας Αμμοχώστου.

Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του 1974, η Τουρκία εισέβαλε στην πατρίδα μου. Ως αποτέλεσμα, ο τουρκικός στρατός εξακολουθεί να έχει υπό κατοχή του ένα μεγάλο μέρος της Κύπρου, συμπεριλαμβανομένου του χωριού μου. Διακόσιες χιλιάδες πρόσφυγες, μερικές χιλιάδες νεκροί ή τραυματίες και 1.619 αγνοούμενοι είναι σε γενικές γραμμές ο απολογισμός της εισβολής και κατοχής, που ακόμη συνεχίζει.

Ανάμεσα στους 1.619 αγνοουμένους είναι και ο σύζυγός μου Παύλος Σολωμή (τότε ηλικίας 42 χρόνων) και ο γιος μου Σολωμής Παύλου Σολωμή (τότε ηλικίας 17 χρόνων).

Στις 15 Αυγούστου 1974, γύρω στις 9:30 π.μ., Τούρκοι στρατιώτες μπήκαν μέσα στο σπίτι μας και μας συνέλαβαν. Οδηγηθήκαμε σ' ένα κοντινό τουρκικό χωριό, όπου ένας ανώτερος Τούρκος αξιωματικός μάς ανέκρινε. Στα γυναικόπαιδα επετράπη η επιστροφή στα σπίτια τους, ενώ 14 άνδρες κρατήθηκαν για περαιτέρω ανάκριση. Οι αξιωματικοί του στρατού μάς διαβεβαίωσαν ότι οι άνδρες θα αφήνονταν ελεύθεροι σε 3 μέρες. Κανείς από αυτούς δεν ήταν στρατιώτης ή έλαβε μέρος σε οποιαδήποτε διαμάχη. Οι περισσότεροι ήταν ηλικιωμένοι, που έμειναν πίσω για να προστατέψουν την περιουσία τους και ο μικρότερος ήταν ο γιος μου.

ΑΠΟ ΤΟΤΕ ΔΕΝ ΤΟΥΣ ΞΑΝΑΕΙΔΑ ΟΥΤΕ ΤΟΥΣ ΞΑΝΑΚΟΥΣΑ. ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΑΧΩΡΗΜΕΝΟΙ ΩΣ ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΑ. Οι Τούρκοι αρνούνται να δώσουν οποιαδήποτε πληροφορία για αυτούς.

Το μεγάλο ερώτημα που θέτω είναι: "Πού βρίσκονται;". Ήταν ζωντανοί και σε τουρκικά χέρια όταν τους άφησα. "Τι τους έχει συμβεί;" "Δεν έχω το δικαίωμα να ξέρω;".

Το πρόβλημα των αγνοουμένων είναι ένα διεθνές πρόβλημα, το οποίο πρέπει να λυθεί ανεξαρτήτως των πολιτικών πεποιθήσεων και λύσεων. Ζητώ από τον καθένα σας, σαν υπεύθυνα ανθρώπινα όντα, να βάλετε πρώτα τον εαυτό σας στη θέση μου, για να καταλάβετε τι περνώ τα τελευταία 24 χρόνια και να υψώσετε τη φωνή σας προς τις σεβαστές κυβερνήσεις σας, ζητώντας την άσκηση πιέσεων προς την τουρκική κυβέρνηση, έτσι ώστε να αναγκαστεί να δώσει ικανοποιητικές πληροφορίες για το τι τους έχει συμβεί.

Σας ευχαριστώ
Παναγιώτα Παύλου»

Thursday, March 20, 2008

ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ ΔΑΣΚΑΛΑΚΗ

Η ηρωίδα ήταν κόρη, σύζυγος και μητέρα αγωνιστών. Ο σύζυγός της, Μιχαήλ Δασκαλάκης, ήταν απόγονος του Δασκαλογιάννη. Και οι τρεις γιοι της έπεσαν σε μάχες του 1866.

Πρωταγωνίστησε στην πολιορκία του Αρκαδίου. Οι οπλαρχηγοί που βρίσκονταν στην μονή, προεξάρχοντος του ηγούμενου Γαβριήλ και, όπως λένε μερικοί, με τη σύμφωνη γνώμη της Χαρίκλειας Δασκαλάκη, η οποία συμμετείχε στα συμβούλια, αποφάσισαν να αντιταχθούν στην επίθεση του Μουσταφά Πασά μέχρις εσχάτων.

Την 8η Νοεμβρίου ο Μουσταφάς μετέφερε από το Ρέθυμνο πυροβόλο μεγάλης ολκής, για να καταρρίψει τη σιδερένια πύλη της μονής. Άρχισε ο κανονιοβολισμός.
Η Χαρίκλεια Δασκαλάκη, κλεισμένη σε ένα κελί με το γιο της Κωνσταντίνο και άλλους πολεμιστές, πολεμούσε ακατάβλητη και εμψύχωνε με το θάρρος της τους άλλους. Τρεις φορές έτρεξε και αναστήλωσε τη σημαία του οπλαρχηγού γιου της, την οποία κατέρριπταν ο σφαίρες του εχθρού. Τέλος, την τέταρτη φορά, αφού έσπασε το κοντάρι, δίπλωσε τη σημαία, τη φίλησε και την έκρυψε στην αγκάλη της.

Ενώ η ηρωίδα πυροβολούσε αδιάκοπα τους εχθρούς, ξαφνικά εχθρική σφαίρα πληγώνει το γιό της. «Για τόσο μικρό πράγμα!», του λέει η Χαρίκλεια. Η φωνή της μητέρας δίνει δύναμη και ζωή στο γιο της. Σηκώνεται, παίρνει το όπλο του και αρχίζει πάλι να πυροβολεί. Τα φυσίγγιά τους εξαντλούνται. Η Δασκαλάκη, με απίστευτη ψυχραιμία και θάρρος, ανοίγει την πόρτα του κελιού, τρέχει κάτω από χαλάζι σφαιρών προς το πτώμα Τούρκου στρατιώτη. Παίρνει τα φυσίγγιά του και επανέρχεται.

Από τους 950 πολιορκημένους στη Μονή γύρω στους 100 μόνο σώθηκαν. Η ηρωίδα Δασκαλάκη σώθηκε και επέζησε. Ενώ συνελήφθη μαζί με το γιο της, ο οποίος φονεύθηκε από τους Τούρκους, η Χαρίκλεια κατόρθωσε να διαφύγει. Μετά την επανάσταση εμφανίστηκε στην Αθήνα, έδωσε πολύτιμες πληροφορίες για την πολιορκία του Αρκαδίου και την αυτοθυσία των πολιορκημένων.

Friday, March 7, 2008

Ελένη Φωκά η δασκάλα του Γένους…

Τριάντα χρόνια δίδασκε στην σκλαβωμένη Βόρεια Κύπρο, τριάντα χρόνια βίωνε, αυτή και οι μαθητές της, την νέα Τουρκοκρατία. Επαναλάμβανε συνεχώς τις λέξεις: κακοποίηση, βιασμοί, θάνατος. Το κράτος – εγκληματίας συνεχίζει απαράλλαχτα να χρησιμοποιεί τις ίδιες μεθόδους εξευτελισμού και αφανισμού των λαών, οι οποίοι έχουν την ατυχία να βρεθούν στο δρόμο του. 22.000 Έλληνες ζούσαν στην Καρπασία πριν από την εισβολή. 1000 αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους, όταν τουρκοπατήθηκε η στενόμακρη, αγιασμένη χερσόνησος. Λιγότεροι από 300 απέμειναν σήμερα, γέροι που θέλουν «να αναπαυτούν» στην πατρώα γη.

Έμεινε και η ηρωίδα Δασκάλα με λίγους μαθητές, τους είπαν εγκλωβισμένους. Έκανε μάθημα, ενώ έξω από το σχολείο περπατούσε ο Τούρκος…«ως λέων ωρυόμενος», μοχθηρός και επικίνδυνος. Και έλεγε: «Οι μαθητές μου επιθυμούσαν πολύ την ιστορίαν. Να ακούν για ήρωες, για γεγονότα φιλοπατρίας, αυτοθυσίας, ηρωισμού». Και ακόμη: «Τους άρεσαν πολύ τα θρησκευτικά, τα Συναξάρια των αγίων μας». (Η Δασκάλα έμενε στο σχολείο από το πρωί ως το βράδυ. Όχι γιατί ήταν υποχρεωμένη, αλλά γιατί κάποιοι μαθητές της έπρεπε να αποχωρήσουν κατά την δύση του ήλιου. Ας τα διαβάζουν αυτά κάποιοι χαραμοφάηδες συνδικαλιστές μας, που πιέζουν για μείωση του ωραρίου μας. Πολλοί «συνάδελφοι» περισσότερη ώρα στρέφουν το βλέμμα τους στο ρολόι, παρά στα πρόσωπα των μαθητών τους).

Ιστορία και Θρησκευτικά, «ψυχή και Χριστό», ήθελαν τα σκλαβωμένα «Ελληνάκια» (Ελύτης), και όχι «κείμενα πολυτροπικά, γραπτά και εικονιστικά». Μιλούσαμε σιγανά, αθόρυβα, έλεγε η Δασκάλα του Γένους, γιατί έστηναν αυτί οι Αγαρηνοί, μην τυχόν κι ακουστούν επικίνδυνα πράγματα (Εθνικός Ύμνος, προσευχές, ήρωες). Μα αυτό είναι περιγραφή «Κρυφού Σχολειού»!! Την μακρά περίοδο της Τουρκοκρατίας έτσι διασώθηκε το Γένος, με θρησκευτικά και ιστορία. Τρεφόταν η ψυχή του σκλάβου με την Ορθόδοξη πίστη και τις εθνικές μνήμες, η φωνή των νεκρών ηρώων τον κανοναρχούσε, και άκουσε την «άγια μέρα», το «Χαίρε, ω χαίρε Ελευθεριά». «Δεν μαθαίναμε τίποτε από τον έξω κόσμο ή από την πατρίδα», λέει η Ελένη Φωκά, «ούτε τα βιβλία άφηναν να φτάσουν στα χέρια μας». Έτσι γινόταν και την περίοδο της αιχμαλωσίας. Αν δεν κατασκοτώνονταν κάποιοι πάμφτωχοι και απλοί παπάδες και καλόγεροι, φωτισμένοι από «του Χριστού την πίστη την αγία και της πατρίδος την ελευθερία», ακόμη και σήμερα οι Έλληνες θα ήταν διασκορπισμένοι…Το Γένος έμεινε αδούλωτο εν δουλεία, γιατί διατήρησαν οι ταπεινοί Δάσκαλοι του Γένους αθρυμμάτιστη την εθνική συνέχεια.

«Με το όραμα της απελευθέρωσης, ατσαλωνόταν η υπομονή, η καρτερία και οι αντοχές μας, κάτω από τις αφόρητες συνθήκες στην τουρκική σκλαβιά», μας λέει η Ελένη Φωκά. «Η ζωή που εκάναμε, μας εβοήθησε στην επανάσταση. Διότι ηξεύραμε τα κατατόπια, τους δρόμους και τους ανθρώπους. Εμάθαμε στην πείνα, την λέρα, την κακοπάθεια. Εσυνηθήσαμε να καταφρονούμε τους Τούρκους», έλεγε ο Κολοκοτρώνης, που θα πει ότι έλαβαν συνείδηση της ελευθερίας τους, πριν την αποκτήσουν εξωτερικά. Μόνο σήμερα «εσυνηθίσαμε» να φοβόμαστε-και να επαινούμε- τους Τούρκους, διότι «οι μετριότητες, υπομετριότητες και ανθυπομετριότητες, που συναπαρτίζουν τον ελληνικό πολιτικό και παραπολιτικό κόσμο, δεν έχουν το ανάστημα να αντιμετωπίσουν ιστορικά προβλήματα τέτοιας έκτασης και τέτοιου βάθους» («Θεωρία Πολέμου», Παν. Κονδύλης, εκδ. Θεμέλιο, σελ. 411). Βαφτίζουν την ανανδρία τους σωφροσύνη, διότι, κατά την αρχαία ρήση, «το σώφρον του ανάνδρου πρόσχημα εστί». Γιορτάζουμε σήμερα την Εθνεγερσία και τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, τα δύο «χαίρε». Αντί να φτερουγίζει η καρδιά μας σε τέτοιες επετείους, νιώθουμε, εμείς οι δάσκαλοι κυρίως, που αντιστεκόμαστε στον εξευτελισμό της ιστορίας μας, ντροπή και θυμό. Να είμαστε 50 – 60.000 δάσκαλοι στην Ελλάδα και να μας αναγκάζει μια χούφτα άσχετων ψευτοϊστορικών να διδάσκουμε τις τσαρλατανιές και τις ιδεοληψίες τους…

Η Δασκάλα του Γένους, η Ελένη Φωκά, 30 χρόνια κρατούσε άσβηστη την φλόγα της πατρίδας στο σκλαβωμένο σχολείο της, ζωγραφίζοντας κάθε πρωί στον πίνακα την ελληνική σημαία, για να μην ξεχνούν οι μαθητές της. Τους ιστορούσε τα ηρωικά κατορθώματα των προγόνων και των αγίων μας. Πάνω σ’ αυτά τα «ριζιμιά λιθάρια» πατούσε και αντιστεκόταν. Ό,τι έκανε το Γένος στην περίοδο της Τουρκοκρατίας. Η Κύπρος κάποτε θα απελευθερωθεί, λέει η Ελένη Φωκά. Οι «φρόνιμοι», θα την πουν «τρελή». «Ο κόσμος μάς έλεγε τρελούς, όταν επιάσαμε τα άρματα», έλεγε ο Κολοκοτρώνης. Τέτοιοι «τρελοί» μας απελευθέρωσαν…

Τώρα, ζητά και πάλι να επιστρέψει, στην εργασία της στην κατεχόμενη Αγία Τριάδα η δασκάλα, η οποία καλεί τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να τη βοηθήσει και να κινήσει τους μηχανισμούς των Ηνωμένων Εθνών, ώστε να επιστρέψει στο χωριό, στο σχολείο και στους μαθητές της. Σε σχετική επιστολή της προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, η Ελένη Φωκά τονίζει ότι θέλει να επιστρέψει στην κατεχόμενη Αγία Τριάδα, χωρίς όρους και δεσμεύσεις που απαιτούν οι Τούρκοι κατακτητές. Αξίζει να αναφερθεί ότι η κ. Φωκά ήλθε στις ελεύθερες περιοχές στις 26/5/97, μετά την επιδείνωση της υγείας της και μετά από υπόσχεση του Γλαύκου Κληρίδη ότι θα τη βοηθήσει να επιστρέψει μετά την αποθεράπευσή της. Η δασκάλα είχε προσπαθήσει να επιστρέψει μετά τη θεραπεία της, όμως οι κατοχικές αρχές την παρεμπόδισαν με βάρβαρο τρόπο, αφού την πίεσαν να επιστρέψει με τους δικούς τους όρους. Ταυτόχρονα η κ. Φωκά παρακαλεί την κυβέρνηση να της δώσει εξηγήσεις για τους λόγους που δεν της επιτρέπεται η επιστροφή της, για τη θέση της κυβέρνησης πάνω στο θέμα αυτό και σε ποια διαβήματα προέβη από τις 26/5/97 μέχρι σήμερα για την επιστροφή της.